παπάς (język nowogrecki)
- transliteracja:
- (1.1-4) papas
- wymowa:
- (1.1-4) IPA: [pa.'pas]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj męski
- (1.1) ksiądz, kapłan, pop
- (1.2) prezbiter
- (1.3) karc. król
- (1.4) karc. trzy karty
- odmiana:
- (1.1-4) M1: lp M. παπάς, D. B. W. παπά; lm M. B. W.παπάδες, D. παπάδων
- przykłady:
- (1.1) Ο Νίκος φίλησε το χέρι του παπά. → Nikos pocałował dłoń księdza.
- (1.2) Ο Κώστας χειροτονήθηκε παπάς. → Kostas otrzymał chirotonię na prezbitera.
- (1.3) Νίκησε έχοντας καρέ του παπά. → Wygrał mając karetę króli.
- (1.4) Σταμάτησαν να παίζουν τον παπά όταν ήρθε η αστυνομία. → Przestali grać w trzy karty, gdy przyjechała policja.
- składnia:
- kolokacje:
- καλογερόπαπας • παπαδοπαίδι • πρωτόπαπας • πρωτοπαπάς • φραγκόπαπας
- synonimy:
- (1.1) ιερέας
- (1.2) πρεσβύτερος
- (1.3) ρήγας
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. παπαδάκι n, παπαδαριό n, παπαδιά ż, παπαδίστικα n lm, παπαδοκρατία ż, παπαδολόι n, παπαδομάνι n, παπατζής m
- przym. παπαδίστικος
- przysł. παπαδίστικα
- tem. słow. παπα-
- związki frazeologiczne:
- αλλουνού παπά ευαγγέλιο • αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του • αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας • εδώ παπάς εκεί παπάς, πού είν' ο παπάς; • ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς • μην το πεις ούτε του παπά • να σ' το πει ο παπάς στ' αυτί • ο παπάς πρώτα ευλογάει τα γένια του • παίζω τον παπά • παντρεύομαι με παπά και με κουμπάρο • τα ράσα δεν κάνουν τον παπά • το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς • τραγόπαπας • τρελός παπάς κάποιον βάφτισε • τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ' έξι
- etymologia:
- (1.1) gr. πάππας → tata
- uwagi:
- nie mylić z: πάπας
- inny wariant zapisu – παππάς
- źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.