αίμα (język nowogrecki)
- transliteracja:
- wymowa:
- IPA: [ˈe.ma]
-
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- (1.1) krew
- (1.2) pochodzenie, pokrewieństwo, rasa
- odmiana:
- N48: lp D.αίματος; lm αίματα, D. αιμάτων
- przykłady:
- (1.1) Κόπηκα κ' έχασα πολύ αίμα. → Zraniłem/am się i straciłem/am dużo krwi.
- składnia:
- kolokacje:
- (1.1) ομάδα αίματος → grupa krwi • ασθένεια / καρκίνος του αίματος → choroba / rak krwi • ανάλυση / εξέταση / μετάγγιση αίματος → analiza / badanie / transfuzja krwi • παίρνω / εξετάζω αίμα → pobierać / badać krew • δίνω αίμα → oddać krew • πίεση αίματος → ciśnienie krwi
- synonimy:
- (1.2) σόι, καταγωγή
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. αιματίνη, αιματίτης, αιμάτωμα, αιμάτωση, αιμωδία
- wyrazy złożone αιμαγγείωμα, αιματάλευρο, αιματέμεση, αιματοκρίτης, αιματολογία, αιματολόγος, αιματόμετρο, αιματοποσία, αιματόρροια, αιματουρία, αιματοχυσία, αιμοδιάγραμμα, αιμοδιψής, αιμοδοσία, αιμοδότης, αιμοδυναμική, αιμοκάθαρση, αιμοκαλλιέργεια, αιμοληψία, αιμόλυση, αιμομίκτης, αιμομιξία, αιμοπετάλιο, αιμοποίηση, αιμοποσία, αιμόπτυση, αιμορραγία, αιμορροΐδα, αιμορροφιλία, αιμόσταση, αιμοσφαιρίνη, αιμοσφαίριο, αιμοφιλία, αναιμία, αφαίμαξη, ισχαιμία, λευχαιμία, σηψαιμία, υπεραιμία, υπεργλυκαιμία, υπογλυκαιμία, ψυχραιμία
- przym. αιμάσσων, αιματηρός, αιματικός, αιμάτινος, αιματώδης
- wyrazy złożone αιματοβαμμένος, αιματόβρεχτος, αιματολογικός, αιματόχρους, αιμοβόρος, αιμοδιψής, αιμολυτικός, αιμορραγικός, αιμορροφιλικός, αιμοσταγής, αιμοστατικός, αιμοφιλικός, αιμόφιλος, αιμοφόρος, αιμόφυρτος, αιμοχαρής, αιμοχρωστικός, γαλαζοαίματος, γλυκοαίματος, θερμόαιμος, ψύχραιμος, ψυχρόαιμος
- czas. αιμάσσω
- wyrazy złożone αιματοκυλίζω, αιμορραγώ
- związki frazeologiczne:
- τράπεζα αίματος → bank krwi
- το αίμα νερό δε γίνεται → jednej krwi
- δεσμοί αίματος → więzy krwi
- ανάβω τα αίματα → burzyć komuś krew
- ανάβουν τα αίματα → sytuacja jest napięta
- βράζει το αίμα μου → mam wielki zapał
- παίρνω το αίμα μου πίσω → mścić się
- νέο αίμα → nowa krew
- γαλάζιο αίμα → błękitna krew
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα → splamić ręce krwią
- etymologia:
- gr. αἷμα (hema)
- uwagi:
- źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.