ερχόμενος
See also: ἐρχόμενος
Greek
Etymology
Present participle of έρχομαι (érchomai), a deponent verb only in the passive. From Ancient Greek ἐρχόμενος (erkhómenos) of verb ἔρχομαι (érkhomai, “to come”).
Pronunciation
- IPA(key): /erˈxo.me.nos/
- Hyphenation: ερ‧χό‧με‧νος
Participle
ερχόμενος • (erchómenos) m (feminine ερχόμενη, neuter ερχόμενο)
- one who is coming
- Ερχόμενος, συνάντησα τον Γιάννη.
- Erchómenos, synántisa ton Giánni.
- On my way here I met John.
- coming, next, forthcoming
- (idiomatic)
- ανακατωμένος ο ερχόμενος!
- anakatoménos o erchómenos!
- a terrible mess
- (literally, “the forthcoming is messed up!”)
Usage notes
- (formal) learned forms, in the fashion of ἐρχόμενος (erkhómenos). Compare the examples:
- (masculine and neuter genitive): του ερχομένου (tou erchoménou) (singular), των ερχομένων (ton erchoménon) (plural)
- Το Υπουργείο ανακοίνωσε ότι οι φόροι των ερχομένων ετών θα είναι υψηλότεροι.
- To Ypourgeío anakoínose óti oi fóroi ton erchoménon etón tha eínai ypsilóteroi.
- The Ministry announced that taxes of forthcoming years will be higher.
- Μαζεύω τα χρήματα για τους φόρους των ερχόμενων χρόνων.
- Mazévo ta chrímata gia tous fórous ton erchómenon chrónon.
- I am saving money for the taxes of forthcoming years.
- (feminine singular) η ερχομένη (i erchoméni) (nominative), της ερχομένης (tis erchoménis) (genitive)
- Το συμβούλιο υπουργών θα συνεδριάσει την ερχομένη Κυριακή.
- To symvoúlio ypourgón tha synedriásei tin erchoméni Kyriakí.
- The cabinet will hold a meeting next Sunday.
- Την ερχόμενη Κυριακή, θα πάμε εκδρομή.
- Tin erchómeni Kyriakí, tha páme ekdromí.
- Next Sunday, we'll take an excursion.
- (masculine and neuter genitive): του ερχομένου (tou erchoménou) (singular), των ερχομένων (ton erchoménon) (plural)
Declension
Declension of ερχόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερχόμενος • | ερχόμενη • | ερχόμενο • | ερχόμενοι • | ερχόμενες • | ερχόμενα • |
genitive | ερχόμενου • | ερχόμενης • | ερχόμενου • | ερχόμενων • | ερχόμενων • | ερχόμενων • |
accusative | ερχόμενο • | ερχόμενη • | ερχόμενο • | ερχόμενους • | ερχόμενες • | ερχόμενα • |
vocative | ερχόμενε • | ερχόμενη • | ερχόμενο • | ερχόμενοι • | ερχόμενες • | ερχόμενα • |
Synonyms
- (forthcoming):
- επερχόμενος (eperchómenos) (learned)
- μελλοντικός (mellontikós, “future”) (adjective)
- see also, the vernacular variant ερχάμενος (erchámenos)
Antonyms
- προηγούμενος (proïgoúmenos)
- Also: περασμένος (perasménos)
Related terms
- ερχομένη f (erchoméni)
compounds
- ανερχόμενος (anerchómenos)
- απερχόμενος (aperchómenos)
- διερχόμενος (dierchómenos)
- εισερχόμενος (eiserchómenos)
- εξερχόμενος (exerchómenos)
- επερχόμενος (eperchómenos)
- προερχόμενος (proerchómenos)
- προσερχόμενος (proserchómenos)
- see: έρχομαι (érchomai, “to come”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.