επερχόμενος
See also: ἐπερχόμενος
Greek
Etymology
Formal present participle of επέρχομαι (epérchomai, “to be approaching”), a deponent verb only in the passive voice. Morphologically, from (επι-) επ- (“on”) + ερχόμενος (“coming”).
Pronunciation
- IPA(key): /e.peɾˈxo.me.nos/
- Hyphenation: ε‧περ‧χό‧με‧νος
Participle
επερχόμενος • (eperchómenos) m (feminine επερχόμενη, neuter επερχόμενο)
Declension
Declension of επερχόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επερχόμενος • | επερχόμενη • | επερχόμενο • | επερχόμενοι • | επερχόμενες • | επερχόμενα • |
genitive | επερχόμενου • | επερχόμενης • | επερχόμενου • | επερχόμενων • | επερχόμενων • | επερχόμενων • |
accusative | επερχόμενο • | επερχόμενη • | επερχόμενο • | επερχόμενους • | επερχόμενες • | επερχόμενα • |
vocative | επερχόμενε • | επερχόμενη • | επερχόμενο • | επερχόμενοι • | επερχόμενες • | επερχόμενα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.