κλαίω (język nowogrecki)

wymowa:
IPA: [ˈkle.o]
znaczenia:

czasownik nieprzechodni

(1.1) płakać, lać łzy

czasownik przechodni

(2.1) opłakiwać, żałować
odmiana:
(1.1) (2.1) ter. lp κλαίω, κλαις, κλαίει; lm κλαίμε, κλαίτε, κλαίνε / κλαιν • przesz. ndk. έκλαιγα • aor. έκλαψα • bezok. κλάψει
przykłady:
(1.1) Θα κλάψεις πικρά μια μέρα μα εγώ θαμαι μακριά.Pewnego dnia gorzko zapłaczesz, ale ja będę daleko.
składnia:
kolokacje:
synonimy:
(2.1) μοιρολογώ, θρηνώ
antonimy:
(1.1) γελώ
hiperonimy:
hiponimy:
holonimy:
meronimy:
wyrazy pokrewne:
rzecz. κλαίουσα ż, κλάμα n, κλαυθμός m, κλαυθμυρισμός m, κλάψα ż, κλάψιμο n, κλαψούρα ż, κλαψούρισμα n
czas. κλαίγομαι, κλαουρίζω, κλαυθμυρίζω, κλαψουρίζω
przym. κλαμένος, κλαυτός, κλαψιάρης, κλαψιάρικος
związki frazeologiczne:
αν δεν κλάψει το παιδί δεν του δίνουνε βυζί → potulne cielę dwie matki ssie
βαράτε με κι ας κλαίω
θα κλάψουν μανούλες
κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες
κλαίω και οδύρομαι
κλαίω με μαύρο δάκρυ
κλαίω τη μοίρα μου
κλάφ’ τα Χαράλαμπε
να τον κλαίνε οι ρέγγες
ούτε κλαίει ούτε γελάει
etymologia:
uwagi:
forma równoważna: κλαίγω
źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.