υποστιγμή
Greek
Noun
υποστιγμή • (ypostigmí) f (plural υποστιγμές)
- (typography) the lower point or comma from early Greek texts
Declension
declension of υποστιγμή
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υποστιγμή • | υποστιγμές • |
genitive | υποστιγμής • | υποστιγμών • |
accusative | υποστιγμή • | υποστιγμές • |
vocative | υποστιγμή • | υποστιγμές • |
Synonyms
- κόμμα n (kómma)
See also
- . τελεία •
- , κόμμα •
- : δύο τελείες •
- · άνω τελεία •
- ; ερωτηματικό •
- ! θαυμαστικό •
- « » εισαγωγικά •
- " “ ” εισαγωγικά •
- ' ‘ ’ εισαγωγικά •
- ' ’ απόστροφος •
- ¨ διαλυτικά •
- ΄ τόνος •
- ‐ ενωτικό •
- — παύλα •
- … αποσιωπητικά •
- ( ) παρένθεση •
- [ ] αγκύλη •
- { } άγκιστρο •
- » : 〃 ομοιωματικά •
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.