θαυμαστικό
Greek
Noun
θαυμαστικό • (thavmastikó) n (plural θαυμαστικά)
- (grammar, typography) exclamation mark (UK), exclamation point (US), the “!”
Declension
declension of θαυμαστικό
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | θαυμαστικό • | θαυμαστικά • |
genitive | θαυμαστικού • | θαυμαστικών • |
accusative | θαυμαστικό • | θαυμαστικά • |
vocative | θαυμαστικό • | θαυμαστικά • |
Related terms
- θαυμαστικός (thavmastikós, “wonderful”)
See also
- . τελεία •
- , κόμμα •
- : δύο τελείες •
- · άνω τελεία •
- ; ερωτηματικό •
- ! θαυμαστικό •
- « » εισαγωγικά •
- " “ ” εισαγωγικά •
- ' ‘ ’ εισαγωγικά •
- ' ’ απόστροφος •
- ¨ διαλυτικά •
- ΄ τόνος •
- ‐ ενωτικό •
- — παύλα •
- … αποσιωπητικά •
- ( ) παρένθεση •
- [ ] αγκύλη •
- { } άγκιστρο •
- » : 〃 ομοιωματικά •
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Adjective
The template Template:el-adj-form does not use the parameter(s): 1=thavmastikóPlease see Module:checkparams for help with this warning.
θαυμαστικό • (thavmastikó)
- Accusative masculine singular form of θαυμαστικός (thavmastikós).
- Nominative neuter singular form of θαυμαστικός (thavmastikós).
- Accusative neuter singular form of θαυμαστικός (thavmastikós).
- Vocative neuter singular form of θαυμαστικός (thavmastikós).
Further reading
- θαυμαστικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.