άγκιστρο

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἄγκιστρον (ánkistron).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈaŋ.ɟi.stɾo/
  • Hyphenation: ά‧γκ‧ι‧στρο

Noun

άγκιστρο • (ágkistro) n (plural άγκιστρα)

  1. hook
  2. (medicine) surgical instrument
  3. (typography) "{ }" braces, curly brackets
  4. fish hook

Declension

Synonyms

See also

.   τελεία 
,   κόμμα 
:   δύο τελείες 
·   άνω τελεία 
;   ερωτηματικό 
!   θαυμαστικό 
« »   εισαγωγικά 
"       εισαγωγικά 
'       εισαγωγικά 
'     απόστροφος 
¨   διαλυτικά 
΄   τόνος 
  ενωτικό 
  παύλα 
  αποσιωπητικά 
 ( )    παρένθεση 
 [ ]    αγκύλη 
 { }    άγκιστρο 
» :   ομοιωματικά 
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.