παύλα

Greek

Noun

παύλα • (pávla) f (plural παύλες)

  1. (typography) dash
    διπλή παύλα ― diplí pávla (two dashes used instead of parentheses)
  2. (typography) quotation dash

Usage notes

Μιλάει σοβαρά; ρώτησε την Μαρία. ("Is he serious?" he asked Maria.)
Ναι, σίγουρα, αποκρίθηκε. ("Yes, certainly", she replied.)
Compare this with εισαγωγικά ( « » ), which are also used for recording Greek speech.

Declension

See also

.   τελεία 
,   κόμμα 
:   δύο τελείες 
·   άνω τελεία 
;   ερωτηματικό 
!   θαυμαστικό 
« »   εισαγωγικά 
"       εισαγωγικά 
'       εισαγωγικά 
'     απόστροφος 
¨   διαλυτικά 
΄   τόνος 
  ενωτικό 
  παύλα 
  αποσιωπητικά 
 ( )    παρένθεση 
 [ ]    αγκύλη 
 { }    άγκιστρο 
» :   ομοιωματικά 
see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.