στοῖχος
Ancient Greek
Etymology
From Proto-Hellenic *stóikʰos, from Proto-Indo-European *stóygʰ-os, from *steygʰ- (“go, climb”).
Cognate of Proto-Germanic *staigō, Latvian staĩga, Albanian shteg, Sanskrit स्तिघ्नोति (stighnoti).
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /stôi̯.kʰos/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /ˈsty.kʰos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ˈsty.xos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ˈsty.xos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ˈsti.xos/
Noun
στοῖχος • (stoîkhos) m (genitive στοίχου); second declension
- row in an ascending series
- (architecture) the first course of masonry steps,
- (architecture) course of bricks
- Inscriptiones Graecae 2.463.58
- Inscriptiones Graecae 2.1682.10
- file of persons marching one behind another, as in a procession
- (of ships, columns)
- (of soldiers, file)
- (of deer swimming)
- Oppian, Cynegetica 2.226
- (of the files of the chorus in plays)
- row of columns
- Inscriptiones Graecae 22.1668.12
- (of factors)
- (of verses)
- Afric., Cest.Oxy. 412.51
- Synonym: στίχος (stíkhos)
- (architecture) the first course of masonry steps,
- a line of poles supporting hunting nets, into which the game were driven
- turn
- Oxyrhynchus Papyri 1119.12
Declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ὁ στοῖχος ho stoîkhos |
τὼ στοίχω tṑ stoíkhō |
οἱ στοῖχοι hoi stoîkhoi | ||||||||||
Genitive | τοῦ στοίχου toû stoíkhou |
τοῖν στοίχοιν toîn stoíkhoin |
τῶν στοίχων tôn stoíkhōn | ||||||||||
Dative | τῷ στοίχῳ tôi stoíkhōi |
τοῖν στοίχοιν toîn stoíkhoin |
τοῖς στοίχοις toîs stoíkhois | ||||||||||
Accusative | τὸν στοῖχον tòn stoîkhon |
τὼ στοίχω tṑ stoíkhō |
τοὺς στοίχους toùs stoíkhous | ||||||||||
Vocative | στοῖχε stoîkhe |
στοίχω stoíkhō |
στοῖχοι stoîkhoi | ||||||||||
Notes: |
|
Antonyms
- (antonym(s) of “a military file”): ζυγόν (zugón, “rank, line”)
Derived terms
- αὐτόστοιχος (autóstoikhos)
- δῐ́στοιχος (dístoikhos)
- δῐστοιχῐ́ᾱ (distoikhíā)
- δῐᾰστοιχίζομαι (diastoikhízomai)
- ἐγκᾰτᾰστοιχειόομαι (enkatastoikheióomai)
- ἐγκᾰτᾰστοιχειόω (enkatastoikheióō)
- ἑξᾰ́στοιχος (hexástoikhos)
- ἐπῐστοιχειόω (epistoikheióō)
- ἑτερόστοιχος (heteróstoikhos)
- κᾰτᾰστοιχειόομαι (katastoikheióomai)
- κᾰτᾰστοιχίζω (katastoikhízō)
- μετᾰστοιχεί (metastoikheí)
- μετᾰστοιχειόω (metastoikheióō)
- μετᾰστοιχῑ́ (metastoikhī́)
- μονόστοιχος (monóstoikhos)
- νομᾰδόστοιχος (nomadóstoikhos)
- ὁμόστοιχος (homóstoikhos)
- πεντᾰ́στοιχος (pentástoikhos)
- περῐστοιχέω (peristoikhéō)
- περῐστοιχίζομαι (peristoikhízomai)
- περῐστοιχίζω (peristoikhízō)
- περῐ́στοιχος (perístoikhos)
- πολῠ́στοιχος (polústoikhos)
- προστοιχειόω (prostoikheióō)
- Στοιχαῖος (Stoikhaîos)
- στοιχειογρᾰφέω (stoikheiographéō)
- στοιχειοκρᾰ́τωρ (stoikheiokrátōr)
- στοιχεῖον (stoikheîon)
- στοιχειόω (stoikheióō)
- στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)
- στοιχείωμᾰ (stoikheíōma)
- στοιχειωμᾰτῐκοί (stoikheiōmatikoí)
- στοιχείωσῐς (stoikheíōsis)
- στοιχειωτής (stoikheiōtḗs)
- στοιχειωτός (stoikheiōtós)
- στοιχειωτῐκός (stoikheiōtikós)
- στοιχειᾰκός (stoikheiakós)
- Στοιχείᾱ (Stoikheíā)
- στοιχευτής (stoikheutḗs)
- στοιχέω (stoikhéō)
- στοιχηγορέω (stoikhēgoréō)
- στοιχηδόν (stoikhēdón)
- στοιχηδῐ́ς (stoikhēdís)
- στοίχημᾰ (stoíkhēma)
- στοιχητέον (stoikhētéon)
- στοιχητής (stoikhētḗs)
- στοιχίζω (stoikhízō)
- στοιχομῡθέω (stoikhomūthéō)
- στοιχούντως (stoikhoúntōs)
- στοιχώδης (stoikhṓdēs)
- Στοιχᾰδεύς (Stoikhadeús)
- στοιχᾰδῑ́της (stoikhadī́tēs)
- στοιχᾰ́ς (stoikhás)
- στοιχῐαῖος (stoikhiaîos)
- στοιχῐκός (stoikhikós)
- στοιχῐσμός (stoikhismós)
- συστοιχέω (sustoikhéō)
- σύστοιχος (sústoikhos)
- συστοιχῐ́ᾱ (sustoikhíā)
- τετρᾰστοιχεί (tetrastoikheí)
- τετρᾰ́στοιχος (tetrástoikhos)
- τετρᾰστοιχῐ́ᾱ (tetrastoikhíā)
- τρῐ́στοιχος (trístoikhos)
- τρῐστοιχῑ́ (tristoikhī́)
- ᾰ̓ντῐστοιχείωσῐς (antistoikheíōsis)
- ᾰ̓ντῐστοιχέω (antistoikhéō)
- ᾰ̓ντῐ́στοιχος (antístoikhos)
- ᾰ̓ντῐστοιχῐ́ᾱ (antistoikhíā)
- ᾰ̓νᾰστοιχειόω (anastoikheióō)
- ᾰ̓νᾰστοιχείωσῐς (anastoikheíōsis)
- ᾰ̓νᾰστοιχειωτῐκός (anastoikheiōtikós)
- ᾰ̓στοιχείωτος (astoikheíōtos)
- ᾰ̓́στοιχος (ástoikhos)
- ῐ̓σοστοιχέω (isostoikhéō)
- ῐ̓σόστοιχος (isóstoikhos)
References
- “στοῖχος”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.