στοῖχος

Ancient Greek

Etymology

From Proto-Hellenic *stóikʰos, from Proto-Indo-European *stóygʰ-os, from *steygʰ- (go, climb).

Cognate of Proto-Germanic *staigō, Latvian staĩga, Albanian shteg, Sanskrit स्तिघ्नोति (stighnoti).

Pronunciation

 

Noun

στοῖχος • (stoîkhos) m (genitive στοίχου); second declension

  1. row in an ascending series
    1. (architecture) the first course of masonry steps,
    2. (architecture) course of bricks
    3. file of persons marching one behind another, as in a procession
    4. (of ships, columns)
    5. (of soldiers, file)
    6. (of deer swimming)
    7. (of the files of the chorus in plays)
      • ante 177 CE, Pollux, Onomasticon 4.108
      • ante 177 CE, Pollux, Onomasticon 4.109
    8. row of columns
    9. (of factors)
    10. (of verses)
      • Afric., Cest.Oxy. 412.51
    Synonym: στίχος (stíkhos)
  2. a line of poles supporting hunting nets, into which the game were driven
  3. turn

Declension

Antonyms

  • (antonym(s) of a military file): ζυγόν (zugón, rank, line)

Derived terms

  • αὐτόστοιχος (autóstoikhos)
  • δῐ́στοιχος (dístoikhos)
  • δῐστοιχῐ́ᾱ (distoikhíā)
  • δῐᾰστοιχίζομαι (diastoikhízomai)
  • ἐγκᾰτᾰστοιχειόομαι (enkatastoikheióomai)
  • ἐγκᾰτᾰστοιχειόω (enkatastoikheióō)
  • ἑξᾰ́στοιχος (hexástoikhos)
  • ἐπῐστοιχειόω (epistoikheióō)
  • ἑτερόστοιχος (heteróstoikhos)
  • κᾰτᾰστοιχειόομαι (katastoikheióomai)
  • κᾰτᾰστοιχίζω (katastoikhízō)
  • μετᾰστοιχεί (metastoikheí)
  • μετᾰστοιχειόω (metastoikheióō)
  • μετᾰστοιχῑ́ (metastoikhī́)
  • μονόστοιχος (monóstoikhos)
  • νομᾰδόστοιχος (nomadóstoikhos)
  • ὁμόστοιχος (homóstoikhos)
  • πεντᾰ́στοιχος (pentástoikhos)
  • περῐστοιχέω (peristoikhéō)
  • περῐστοιχίζομαι (peristoikhízomai)
  • περῐστοιχίζω (peristoikhízō)
  • περῐ́στοιχος (perístoikhos)
  • πολῠ́στοιχος (polústoikhos)
  • προστοιχειόω (prostoikheióō)
  • Στοιχαῖος (Stoikhaîos)
  • στοιχειογρᾰφέω (stoikheiographéō)
  • στοιχειοκρᾰ́τωρ (stoikheiokrátōr)
  • στοιχεῖον (stoikheîon)
  • στοιχειόω (stoikheióō)
  • στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)
  • στοιχείωμᾰ (stoikheíōma)
  • στοιχειωμᾰτῐκοί (stoikheiōmatikoí)
  • στοιχείωσῐς (stoikheíōsis)
  • στοιχειωτής (stoikheiōtḗs)
  • στοιχειωτός (stoikheiōtós)
  • στοιχειωτῐκός (stoikheiōtikós)
  • στοιχειᾰκός (stoikheiakós)
  • Στοιχείᾱ (Stoikheíā)
  • στοιχευτής (stoikheutḗs)
  • στοιχέω (stoikhéō)
  • στοιχηγορέω (stoikhēgoréō)
  • στοιχηδόν (stoikhēdón)
  • στοιχηδῐ́ς (stoikhēdís)
  • στοίχημᾰ (stoíkhēma)
  • στοιχητέον (stoikhētéon)
  • στοιχητής (stoikhētḗs)
  • στοιχίζω (stoikhízō)
  • στοιχομῡθέω (stoikhomūthéō)
  • στοιχούντως (stoikhoúntōs)
  • στοιχώδης (stoikhṓdēs)
  • Στοιχᾰδεύς (Stoikhadeús)
  • στοιχᾰδῑ́της (stoikhadī́tēs)
  • στοιχᾰ́ς (stoikhás)
  • στοιχῐαῖος (stoikhiaîos)
  • στοιχῐκός (stoikhikós)
  • στοιχῐσμός (stoikhismós)
  • συστοιχέω (sustoikhéō)
  • σύστοιχος (sústoikhos)
  • συστοιχῐ́ᾱ (sustoikhíā)
  • τετρᾰστοιχεί (tetrastoikheí)
  • τετρᾰ́στοιχος (tetrástoikhos)
  • τετρᾰστοιχῐ́ᾱ (tetrastoikhíā)
  • τρῐ́στοιχος (trístoikhos)
  • τρῐστοιχῑ́ (tristoikhī́)
  • ᾰ̓ντῐστοιχείωσῐς (antistoikheíōsis)
  • ᾰ̓ντῐστοιχέω (antistoikhéō)
  • ᾰ̓ντῐ́στοιχος (antístoikhos)
  • ᾰ̓ντῐστοιχῐ́ᾱ (antistoikhíā)
  • ᾰ̓νᾰστοιχειόω (anastoikheióō)
  • ᾰ̓νᾰστοιχείωσῐς (anastoikheíōsis)
  • ᾰ̓νᾰστοιχειωτῐκός (anastoikheiōtikós)
  • ᾰ̓στοιχείωτος (astoikheíōtos)
  • ᾰ̓́στοιχος (ástoikhos)
  • ῐ̓σοστοιχέω (isostoikhéō)
  • ῐ̓σόστοιχος (isóstoikhos)

Descendants

  • English: stoich.
  • German: stoich.

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.