στοιχειώδης
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /stoi̯.kʰeː.ɔ̌ː.dɛːs/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /sty.kʰiˈo.de̝s/
- (4th CE Koine) IPA(key): /sty.çiˈo.ðis/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /sty.çiˈo.ðis/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /sti.çiˈo.ðis/
Adjective
στοιχειώδης • (stoikheiṓdēs) m or f (neuter στοιχείωδες); third declension
- (used especially of grammar) elementary
Declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||||
Nominative | στοιχειώδης stoikheiṓdēs |
στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδεις stoikheiṓdeis |
στοιχειώδη stoikheiṓdē | ||||||||
Genitive | στοιχειώδους stoikheiṓdous |
στοιχειώδους stoikheiṓdous |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδων stoikheiṓdōn |
στοιχειώδων stoikheiṓdōn | ||||||||
Dative | στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδοιν stoikheiṓdoin |
στοιχειώδεσῐ / στοιχειώδεσῐν stoikheiṓdesi(n) |
στοιχειώδεσῐ / στοιχειώδεσῐν stoikheiṓdesi(n) | ||||||||
Accusative | στοιχειώδη stoikheiṓdē |
στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδεις stoikheiṓdeis |
στοιχειώδη stoikheiṓdē | ||||||||
Vocative | στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειῶδες stoikheiôdes |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδει stoikheiṓdei |
στοιχειώδεις stoikheiṓdeis |
στοιχειώδη stoikheiṓdē | ||||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
στοιχειωδῶς stoikheiōdôs |
στοιχειωδέστερος stoikheiōdésteros |
στοιχειωδέστᾰτος stoikheiōdéstatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Descendants
- Greek: στοιχειώδης (stoicheiódis)
References
- “στοιχειώδης”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
Greek
Etymology
Ancient Greek στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)
Adjective
στοιχειώδης • (stoicheiódis) m (feminine στοιχειώδης, neuter στοιχειώδες)
- basic, elementary
- η στοιχειώδης εκπαίδευση ― i stoicheiódis ekpaídefsi ― elementary education
- (physics) fundamental (particle)
Declension
Declension of στοιχειώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειώδης • | στοιχειώδης • | στοιχειώδες • | στοιχειώδεις • | στοιχειώδεις • | στοιχειώδη • |
genitive | στοιχειώδους • | στοιχειώδους • | στοιχειώδους • | στοιχειωδών • | στοιχειωδών • | στοιχειωδών • |
accusative | στοιχειώδη • | στοιχειώδη • | στοιχειώδες • | στοιχειώδεις • | στοιχειώδεις • | στοιχειώδη • |
vocative | στοιχειώδη • / στοιχειώδης • | στοιχειώδης • | στοιχειώδες • | στοιχειώδεις • | στοιχειώδεις • | στοιχειώδη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοιχειώδης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοιχειώδης, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειωδέστερος • | στοιχειωδέστερη • | στοιχειωδέστερο • | στοιχειωδέστεροι • | στοιχειωδέστερες • | στοιχειωδέστερα • |
genitive | στοιχειωδέστερου • | στοιχειωδέστερης • | στοιχειωδέστερου • | στοιχειωδέστερων • | στοιχειωδέστερων • | στοιχειωδέστερων • |
accusative | στοιχειωδέστερο • | στοιχειωδέστερη • | στοιχειωδέστερο • | στοιχειωδέστερους • | στοιχειωδέστερες • | στοιχειωδέστερα • |
vocative | στοιχειωδέστερε • | στοιχειωδέστερη • | στοιχειωδέστερο • | στοιχειωδέστεροι • | στοιχειωδέστερες • | στοιχειωδέστερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοιχειωδέστερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειωδέστατος • | στοιχειωδέστατη • | στοιχειωδέστατο • | στοιχειωδέστατοι • | στοιχειωδέστατες • | στοιχειωδέστατα • |
genitive | στοιχειωδέστατου • | στοιχειωδέστατης • | στοιχειωδέστατου • | στοιχειωδέστατων • | στοιχειωδέστατων • | στοιχειωδέστατων • |
accusative | στοιχειωδέστατο • | στοιχειωδέστατη • | στοιχειωδέστατο • | στοιχειωδέστατους • | στοιχειωδέστατες • | στοιχειωδέστατα • |
vocative | στοιχειωδέστατε • | στοιχειωδέστατη • | στοιχειωδέστατο • | στοιχειωδέστατοι • | στοιχειωδέστατες • | στοιχειωδέστατα • |
Synonyms
- βασικός (vasikós, “basic, fundamental”)
- υποτυπώδης (ypotypódis, “basic, undeveloped”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.