μπόλικος
Greek
Etymology
From Ottoman Turkish بول (bol) with adjective ending -ικος (-ikos).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈbolikos/
- Hyphenation: μπό‧λι‧κος
Adjective
μπόλικος • (bólikos) m (feminine μπόλικη, neuter μπόλικο)
- plenty, lots, galore, abundant (enough or more than necessary)
- Μην ανησυχείς, έχουμε μπόλικο φαγητό για όλους.
- Min anisycheís, échoume bóliko fagitó gia ólous.
- Don't worry, we have plenty of food for everyone.
- (of clothes) loose, full, ample (bigger than necessary)
- Φορούσε μια μπόλικη φούστα με μπιχλιμπίδια.
- Foroúse mia bóliki foústa me bichlimpídia.
- She was wearing an ample skirt with trinkets.
Declension
Declension of μπόλικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μπόλικος • | μπόλικη • | μπόλικο • | μπόλικοι • | μπόλικες • | μπόλικα • |
genitive | μπόλικου • | μπόλικης • | μπόλικου • | μπόλικων • | μπόλικων • | μπόλικων • |
accusative | μπόλικο • | μπόλικη • | μπόλικο • | μπόλικους • | μπόλικες • | μπόλικα • |
vocative | μπόλικε • | μπόλικη • | μπόλικο • | μπόλικοι • | μπόλικες • | μπόλικα • |
Synonyms
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.