κάμποσος
Greek
Alternative forms
- καμπόσος (kampósos)
Etymology
From Byzantine Greek καμπόσος (kampósos), from Ancient Greek κἂν πόσος (kàn pósos).
Adjective
κάμποσος • (kámposos) m (feminine κάμποση, neuter κάμποσο)
- enough, sufficient
- Synonym: αρκετός (arketós)
Declension
Declension of κάμποσος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κάμποσος • | κάμποση • | κάμποσο • | κάμποσοι • | κάμποσες • | κάμποσα • |
genitive | κάμποσου • | κάμποσης • | κάμποσου • | κάμποσων • | κάμποσων • | κάμποσων • |
accusative | κάμποσο • | κάμποση • | κάμποσο • | κάμποσους • | κάμποσες • | κάμποσα • |
vocative | κάμποσε • | κάμποση • | κάμποσο • | κάμποσοι • | κάμποσες • | κάμποσα • |
Synonyms
- αρκετός (arketós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.