βαίνω

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

The present stem is from Proto-Hellenic *gʷəňňō, from Proto-Indo-European *gʷm̥yéti, from zero-grade of *gʷem- + *-yéti.

Cognates include Old English cuman (English come), Latin veniō, and Sanskrit गच्छति (gacchati).

The aorist ἔβην (ébēn), as well as the other tense-forms whose stems do not contain ν (n), is from Proto-Hellenic *égʷēn, from Proto-Indo-European *gʷeh₂-.

Pronunciation

 

Verb

βαίνω • (baínō)

  1. (intransitive) to go, step, move on foot
  2. (transitive) to mount (a chariot)
  3. (intransitive) to depart, go away
    1. (euphemistic) to die
  4. perfect βέβηκα (bébēka): (intransitive) to stand, be somewhere
    • 458 BCE, Aeschylus, Agamemnon 36:
      Βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας βέβηκεν.
      Boûs epì glṓssēi mégas bébēken.
      A great ox stands on my tongue.
    1. (copulative) to be [+adverb = something]
    2. εὖ () βεβηκώς (bebēkṓs) well off
    3. (geometry) to stand on a base
  5. future βήσω (bḗsō) and aorist ἔβησα (ébēsa): (causative) to make someone dismount

Inflection

Derived terms

  • ἀμφιβαίνω (amphibaínō)
  • ἀναβαίνω (anabaínō)
  • ἀντιβαίνω (antibaínō)
  • ἀντιδιαβαίνω (antidiabaínō)
  • ἀποβαίνω (apobaínō)
  • -βασία (-basía)
  • -βατέω (-batéō)
  • -βάτης (-bátēs)
  • -βάτις (-bátis)
  • διαβαίνω (diabaínō)
  • εἰσαναβαίνω (eisanabaínō)
  • εἰσβαίνω (eisbaínō)
  • εἰσκαταβαίνω (eiskatabaínō)
  • ἐκβαίνω (ekbaínō)
  • ἐκδιαβαίνω (ekdiabaínō)
  • ἐμβαίνω (embaínō)
  • ἐξαποβαίνω (exapobaínō)
  • ἐπαναβαίνω (epanabaínō)
  • ἐπεισβαίνω (epeisbaínō)
  • ἐπεκβαίνω (epekbaínō)
  • ἐπεμβαίνω (epembaínō)
  • ἐπιβαίνω (epibaínō)
  • ἐπιδιαβαίνω (epidiabaínō)
  • ἐπικαταβαίνω (epikatabaínō)
  • καταβαίνω (katabaínō)
  • μεταβαίνω (metabaínō)
  • μετεκβαίνω (metekbaínō)
  • μετεμβαίνω (metembaínō)
  • παραβαίνω (parabaínō)
  • παρακαταβαίνω (parakatabaínō)
  • παρεκβαίνω (parekbaínō)
  • περιβαίνω (peribaínō)
  • προαναβαίνω (proanabaínō)
  • προβαίνω (probaínō)
  • προδιαβαίνω (prodiabaínō)
  • προεμβαίνω (proembaínō)
  • προσαναβαίνω (prosanabaínō)
  • προσβαίνω (prosbaínō)
  • προσεμβαίνω (prosembaínō)
  • προσκαταβαίνω (proskatabaínō)
  • συγκαταβαίνω (sunkatabaínō)
  • συμβαίνω (sumbaínō)
  • συναναβαίνω (sunanabaínō)
  • συναποβαίνω (sunapobaínō)
  • συνδιαβαίνω (sundiabaínō)
  • συνεισβαίνω (suneisbaínō)
  • συνεκβαίνω (sunekbaínō)
  • συνεμβαίνω (sunembaínō)
  • συνεπιβαίνω (sunepibaínō)
  • ὑπεξαναβαίνω (hupexanabaínō)
  • ὑπερβαίνω (huperbaínō)
  • ὑπερκαταβαίνω (huperkatabaínō)
  • ὑποβαίνω (hupobaínō)
  • ὑποκαταβαίνω (hupokatabaínō)

Descendants

References

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek βαίνω (baínō).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈve.no/
  • Hyphenation: βαί‧νω

Verb

βαίνω • (vaíno) found only in the imperfective tenses only active voice

  1. (formal) to develop, go on (used in set phrases)
    Η κρίση βαίνει προς εκτόνωση.I krísi vaínei pros ektónosi.The crisis is heading toward a détente.
    όλα βαίνουν καλώςóla vaínoun kalósall is well/everything is going well

Conjugation

Suffixes
  • -βασία f (-vasía)
  • -βάτης m (-vátis), -βάτισσα f (-vátissa), -βάτιδα f (-vátida)
  • -βάτις f (-vátis) (archaic)
  • -βατώ (-vató)
Compounds
  • ανεβαίνω (anevaíno)
  • ανεβοκατεβαίνω (anevokatevaíno, to bob up and down)
  • αντιβαίνω (antivaíno, to oppose)
  • αποβαίνω (apovaíno, to prove to)
  • βγαίνω (vgaíno, to exit)
  • διαβαίνω (diavaíno, to traverse)
  • επεμβαίνω (epemvaíno, to intervene)
  • επιβαίνω (epivaíno, to embark, to get on)
  • επισυμβαίνει (episymvaínei, 3rd person)
  • κατεβαίνω (katevaíno, to descend)
  • μεταβαίνω (metavaíno, to go to, to go over to)
  • μπαίνω (baíno, to enter)
  • παραβαίνω (paravaíno, to offend)
  • παρεκβαίνω (parekvaíno, to digress)
  • παρεμβαίνω (paremvaíno, to intervene)
  • περνοδιαβαίνω (pernodiavaíno, to pass/repass)
  • προβαίνω (provaíno, to advance)
  • συμβαίνω (symvaíno, to take place, to happen)
  • υπερβαίνω (ypervaíno, to overstep, to transgress)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.