επιστήμη (język nowogrecki)

wymowa:
IPA: [e.pi.ˈsti.mi]
znaczenia:

rzeczownik, rodzaj żeński

(1.1) nauka
odmiana:
(1.1) F30: lp D. επιστήμης; lm επιστήμες, D. επιστημών
przykłady:
(1.1) Οι αρχαίοι Έλληνες έβαλαν τις βάσεις της σύγχρονης επιστήμης.Starożytni Grecy położyli podwaliny współczesnej nauki.
składnia:
kolokacje:
(1.1) κλάδος της επιστήμηςgałąź nauki • θετικές / θεωρητικές / ανθρωπιστικές επιστήμες → nauki ścisłe / teoretyczne / humanistyczne
synonimy:
antonimy:
hiperonimy:
hiponimy:
(1.1) αεροναυπηγική, αισθητική, ανατομική, ανθρωπογένεση, ανθρωπογεωγραφία, αρχαιολογία, ασιανολογία, ασσυριολογία, αστροναυτική, αστρονομία, βαλκανολογία, βιολογία, βιοφυσική, βιοχημεία, βυζαντινολογία, γεμολογία, γεροντολογία, γεωγραφία, γεωδαισία, γεωλογία, γεωμορφολογία, γεωπονία, γεωφυσική, γεωχημεία, δασολογία, δερματολογία, δημοσιονομία, εγκληματολογία, εθνολογία, επιγραφική, επιστημολογία, ζωολογία, ηθογραφία, ηλεκτροτεχνία, θεατρολογία, θεολογία, θρησκειολογία, ιατρική, ιστορία, κοινωνιολογία, κοσμολογία, κρυσταλλογραφία, κτηνιατρική, λαογραφία, λεξικογραφία, λογική, λογιστική, λογοπαιδεία, μαθηματικά, μεθοδολογία, μεταλλειολογία, μετεωρολογία, μετρολογία, μικροβιολογία, μουσικολογία, νομική, οδοντιατρική, οικολογία, οικονομία, ορυκτολογία, παιδαγωγική, παλαιοντολογία, πληροφορική, πολιτειολογία, πολιτολογία, σεισμολογία, σεξολογία, σημειολογία, σπηλαιολογία, στατιστική, τοπογραφία, τουρκολογία, υδρολογία, φιλολογία, φιλοσοφία, φυσιατρική, φυσικομαθηματικά, φυσική, φυσιολογία, χημεία, χρονολογία, χωροταξία, ψυχογλωσσολογία, ψυχολογία, ωκεανογραφία
holonimy:
meronimy:
wyrazy pokrewne:
rzecz. επιστημολογία ż, επιστήμονας m/ż, επιστημονικότητα ż, επιστημονισμός m, επιστημοσύνη ż, πανεπιστήμιο n, ψευδοεπιστήμη ż
przym. επιστημονικός, πανεπιστήμων, ψευδοεπιστημονικός, επιστημολογικός
związki frazeologiczne:
etymologia:
gr. ἐπιστήμη
uwagi:
źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.