υιοθετώ
See also: υἱοθετῶ
Greek
Etymology
Learnedly, from Hellenistic Koine Greek υἱοθετέω (huiothetéō) / υἱοθετῶ (huiothetô). The figurative sense, semantic loan from French adopter.[1] Morphologically, from υιός (yiós, “son”) (υἱός (huiós)) + θέτω (théto, “put, place”) (from τίθημι (títhēmi)).
Pronunciation
- IPA(key): /i.o.θeˈto/ also see υι (ui, “diphthong <υι>”)
- Hyphenation: υι‧ο‧θε‧τώ
Verb
υιοθετώ • (yiothetó) (past υιοθέτησα, passive υιοθετούμαι)
Conjugation
υιοθετώ, υιοθετούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υιοθετώ | υιοθετήσω | υιοθετούμαι | υιοθετηθώ |
2 sg | υιοθετείς | υιοθετήσεις | υιοθετείσαι | υιοθετηθείς |
3 sg | υιοθετεί | υιοθετήσει | υιοθετείται | υιοθετηθεί |
1 pl | υιοθετούμε | υιοθετήσουμε, [-ομε] | υιοθετούμαστε | υιοθετηθούμε |
2 pl | υιοθετείτε | υιοθετήσετε | υιοθετείστε | υιοθετηθείτε |
3 pl | υιοθετούν(ε) | υιοθετήσουν(ε) | υιοθετούνται | υιοθετηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υιοθετούσα | υιοθέτησα | [υιοθετούμουν(α)] | υιοθετήθηκα |
2 sg | υιοθετούσες | υιοθέτησες | [υιοθετούσουν(α)] | υιοθετήθηκες |
3 sg | υιοθετούσε | υιοθέτησε | υιοθετούνταν, {υιοθετείτο} | υιοθετήθηκε |
1 pl | υιοθετούσαμε | υιοθετήσαμε | υιοθετούμασταν, (‑ούμαστε) | υιοθετηθήκαμε |
2 pl | υιοθετούσατε | υιοθετήσατε | [υιοθετούσασταν, (‑ούσαστε)] | υιοθετηθήκατε |
3 pl | υιοθετούσαν(ε) | υιοθέτησαν, υιοθετήσαν(ε) | υιοθετούνταν, {υιοθετούντο} | υιοθετήθηκαν, υιοθετηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υιοθετώ ➤ | θα υιοθετήσω ➤ | θα υιοθετούμαι ➤ | θα υιοθετηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υιοθετείς, … | θα υιοθετήσεις, … | θα υιοθετείσαι, … | θα υιοθετηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υιοθετήσει έχω, έχεις, … υιοθετημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υιοθετηθεί είμαι, είσαι, … υιοθετημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υιοθετήσει είχα, είχες, … υιοθετημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υιοθετηθεί ήμουν, ήσουν, … υιοθετημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υιοθετήσει θα έχω, θα έχεις, … υιοθετημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υιοθετηθεί θα είμαι, θα είσαι, … υιοθετημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | υιοθέτησε | — | υιοθετήσου |
2 pl | υιοθετείτε | υιοθετήστε | υιοθετείστε | υιοθετηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | υιοθετώντας ➤ | υιοθετούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υιοθετήσει ➤ | υιοθετημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | υιοθετήσει | υιοθετηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
For the figurative sense:
- ασπάζομαι (aspázomai)
- εγκολπώνομαι (egkolpónomai)
- ενστερνίζομαι (ensternízomai)
Related terms
References
- υιοθετώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.