εγκολπώνομαι
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /eŋ.ɡolˈpo.no.me/
- Hyphenation: ε‧γκολ‧πώ‧νο‧μαι
Verb
εγκολπώνομαι • (egkolpónomai) deponent (past εγκολπώθηκα)
Conjugation
εγκολπώνομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | εγκολπώνομαι | εγκολπωθώ |
2 sg | εγκολπώνεσαι | εγκολπωθείς |
3 sg | εγκολπώνεται | εγκολπωθεί |
1 pl | εγκολπωνόμαστε | εγκολπωθούμε |
2 pl | εγκολπώνεστε, εγκολπωνόσαστε | εγκολπωθείτε |
3 pl | εγκολπώνονται | εγκολπωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | εγκολπωνόμουν(α) | εγκολπώθηκα |
2 sg | εγκολπωνόσουν(α) | εγκολπώθηκες |
3 sg | εγκολπωνόταν(ε) | εγκολπώθηκε |
1 pl | εγκολπωνόμασταν, (‑όμαστε) | εγκολπωθήκαμε |
2 pl | εγκολπωνόσασταν, (‑όσαστε) | εγκολπωθήκατε |
3 pl | εγκολπώνονταν, (εγκολπωνόντουσαν) | εγκολπώθηκαν, εγκολπωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα εγκολπώνομαι ➤ | θα εγκολπωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εγκολπώνεσαι, … | θα εγκολπωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εγκολπωθεί είμαι, είσαι, … εγκολπωμένος, ‑η, ‑ο | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εγκολπωθεί ήμουν, ήσουν, … εγκολπωμένος, ‑η, ‑ο | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εγκολπωθεί θα είμαι, θα είσαι, … εγκολπωμένος, ‑η, ‑ο | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | εγκολπώσου |
2 pl | εγκολπώνεστε | εγκολπωθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | εγκολπωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Nonfinite form ➤ | εγκολπωθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Synonyms
- ασπάζομαι (aspázomai)
- ενστερνίζομαι (ensternízomai)
- υιοθετώ (yiothetó)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.