προσθέτω
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /pros.tʰé.tɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /prosˈtʰe.to/
- (4th CE Koine) IPA(key): /prosˈθe.to/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /prosˈθe.to/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /prosˈθe.to/
Verb
προσθέτω • (prosthétō)
- third-person singular aorist active imperative of προστίθημι (prostíthēmi)
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /prosˈθe.to/, /proˈsθe.to/
- Hyphenation: προ‧σθέ‧τω
- Old Hyphenation: προσ‧θέ‧τω
Verb
προσθέτω • (prosthéto) (past πρόσθεσα, passive προστίθεμαι/προσθέτομαι, p‑past προστέθηκα, ppp προστεθειμένος)
- to add, append, extend
- (mathematics) to add
Conjugation
προσθέτω προστίθεμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προσθέτω | προσθέσω | προστίθεμαι, προσθέτομαι | προστεθώ |
2 sg | προσθέτεις | προσθέσεις | προστίθεσαι | προστεθείς |
3 sg | προσθέτει | προσθέσει | προστίθεται | προστεθεί |
1 pl | προσθέτουμε, [‑ομε] | προσθέσουμε, [‑ομε] | [προστιθέμεθα] | προστεθούμε |
2 pl | προσθέτετε | προσθέσετε | προστίθεσθε | προστεθείτε |
3 pl | προσθέτουν(ε) | προσθέσουν(ε) | προστίθενται | προστεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προσέθετα | προσέθεσα | — | προστέθηκα, [{προσετέθην}]1 |
2 sg | προσέθετες | προσέθεσες | — | προστέθηκες, [{προσετέθης}] |
3 sg | προσέθετε | προσέθεσε | {προσετίθετο} | προστέθηκε, {προσετέθη} |
1 pl | προσθέταμε | προσθέσαμε | — | προστεθήκαμε, [{προσετέθημεν}] |
2 pl | προσθέτατε | προσθέσατε | — | προστεθήκατε, [{προσετέθητε}] |
3 pl | προσέθεταν, προσθέταν(ε) | προσέθεσαν, προσθέσαν(ε) | {προσετίθεντο} | προστέθηκαν, προστεθήκαν(ε), {προσετέθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προσθέτω ➤ | θα προσθέσω ➤ | θα προστίθεμαι ➤ | θα προστεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προσθέτεις, … | θα προσθέσεις, … | θα προστίθεσαι, ... | θα προστεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προσθέσει έχω, έχεις, … προστεθειμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προστεθεί είμαι, είσαι, … προστεθειμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προσθέσει είχα, είχες, … προστεθειμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προστεθεί ήμουν, ήσουν, … προστεθειμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προσθέσει θα έχω, θα έχεις, … προστεθειμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προστεθεί θα είμαι, θα είσαι, … προστεθειμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | (πρόσθετε) | πρόσθεσε | — | προσθέσου |
2 pl | προσθέτετε | προσθέστε | προστίθεσθε | προστεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προσθέτοντας ➤ | προστιθέμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προσθέσει ➤ | προστεθειμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προσθέσει | προστεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Passive forms with -θην are very formal, as in the ancient aorist προσετέθην from the conjugation of προστίθημι. In Modern Greek, found in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • Learned forms, especially if missing, used from the ancient conjugation of προστίθημι. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Antonyms
- (antonym(s) of “mathematics”): αφαιρώ (afairó, “to subtract”)
Related terms
- επιπρόσθετος (epiprósthetos)
- πρόσθεση f (prósthesi, “addition”)
- προσθετέος m (prosthetéos)
- προσθετικός (prosthetikós, “adding”)
- πρόσθετος (prósthetos)
- προστεθειμένος (prostetheiménos, participle)
- προστιθέμενος (prostithémenos, participle)
- προστιθέμενη αξία f (prostithémeni axía) (economics)
- and see: θέτω (théto, “put”)
See also
- αθροίζω (athroízo, “to add up, to sum”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.