κοινωνικός
Greek
Etymology
From κοινωνία (koinonía, “society, communion”).
Adjective
κοινωνικός • (koinonikós) m (feminine κοινωνική, neuter κοινωνικό)
- social
- sociable, gregarious
- Antonyms: ακοινώνητος (akoinónitos), αντικοινωνικός (antikoinonikós)
Declension
Declension of κοινωνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοινωνικός • | κοινωνική • | κοινωνικό • | κοινωνικοί • | κοινωνικές • | κοινωνικά • |
genitive | κοινωνικού • | κοινωνικής • | κοινωνικού • | κοινωνικών • | κοινωνικών • | κοινωνικών • |
accusative | κοινωνικό • | κοινωνική • | κοινωνικό • | κοινωνικούς • | κοινωνικές • | κοινωνικά • |
vocative | κοινωνικέ • | κοινωνική • | κοινωνικό • | κοινωνικοί • | κοινωνικές • | κοινωνικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοινωνικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοινωνικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοινωνικότερος • | κοινωνικότερη • | κοινωνικότερο • | κοινωνικότεροι • | κοινωνικότερες • | κοινωνικότερα • |
genitive | κοινωνικότερου • | κοινωνικότερης • | κοινωνικότερου • | κοινωνικότερων • | κοινωνικότερων • | κοινωνικότερων • |
accusative | κοινωνικότερο • | κοινωνικότερη • | κοινωνικότερο • | κοινωνικότερους • | κοινωνικότερες • | κοινωνικότερα • |
vocative | κοινωνικότερε • | κοινωνικότερη • | κοινωνικότερο • | κοινωνικότεροι • | κοινωνικότερες • | κοινωνικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κοινωνικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοινωνικότατος • | κοινωνικότατη • | κοινωνικότατο • | κοινωνικότατοι • | κοινωνικότατες • | κοινωνικότατα • |
genitive | κοινωνικότατου • | κοινωνικότατης • | κοινωνικότατου • | κοινωνικότατων • | κοινωνικότατων • | κοινωνικότατων • |
accusative | κοινωνικότατο • | κοινωνικότατη • | κοινωνικότατο • | κοινωνικότατους • | κοινωνικότατες • | κοινωνικότατα • |
vocative | κοινωνικότατε • | κοινωνικότατη • | κοινωνικότατο • | κοινωνικότατοι • | κοινωνικότατες • | κοινωνικότατα • |
Coordinate terms
- αγελαίος (agelaíos, “gregarious, herd loving”) (of animals)
Derived terms
- κοινωνικοποίηση f (koinonikopoíisi, “socialisation”)
- κοινωνικοποιώ (koinonikopoió, “to socialise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.