ακοινώνητος
Greek
Adjective
ακοινώνητος • (akoinónitos) m (feminine ακοινώνητη, neuter ακοινώνητο)
- unsociable
- Synonym: αντικοινωνικός (antikoinonikós)
- Antonym: κοινωνικός (koinonikós)
- (Christianity) not taking communion; excluded from communion
Declension
Declension of ακοινώνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοινώνητος • | ακοινώνητη • | ακοινώνητο • | ακοινώνητοι • | ακοινώνητες • | ακοινώνητα • |
genitive | ακοινώνητου • | ακοινώνητης • | ακοινώνητου • | ακοινώνητων • | ακοινώνητων • | ακοινώνητων • |
accusative | ακοινώνητο • | ακοινώνητη • | ακοινώνητο • | ακοινώνητους • | ακοινώνητες • | ακοινώνητα • |
vocative | ακοινώνητε • | ακοινώνητη • | ακοινώνητο • | ακοινώνητοι • | ακοινώνητες • | ακοινώνητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακοινώνητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακοινώνητος, etc.) |
Antonyms
- κοινωνικός (koinonikós)
Coordinate terms
- αμετάλαβος (ametálavos, “not having taken communion”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.