αντικοινωνικός
Greek
Adjective
αντικοινωνικός • (antikoinonikós) m (feminine αντικοινωνική, neuter αντικοινωνικό)
- unsociable, antisocial
- Synonym: ακοινώνητος (akoinónitos)
- Antonym: κοινωνικός (koinonikós)
Declension
Declension of αντικοινωνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικοινωνικός • | αντικοινωνική • | αντικοινωνικό • | αντικοινωνικοί • | αντικοινωνικές • | αντικοινωνικά • |
genitive | αντικοινωνικού • | αντικοινωνικής • | αντικοινωνικού • | αντικοινωνικών • | αντικοινωνικών • | αντικοινωνικών • |
accusative | αντικοινωνικό • | αντικοινωνική • | αντικοινωνικό • | αντικοινωνικούς • | αντικοινωνικές • | αντικοινωνικά • |
vocative | αντικοινωνικέ • | αντικοινωνική • | αντικοινωνικό • | αντικοινωνικοί • | αντικοινωνικές • | αντικοινωνικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικοινωνικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικοινωνικός, etc.) |
Related terms
- αντικοινωνικότητα f (antikoinonikótita, “unsociability,unsociableness”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.