κοινωνικοποίηση
Greek
Etymology
κοινωνικός (koinonikós, “social”) + -ποιω (-poio, “form, characterise”)
Noun
κοινωνικοποίηση • (koinonikopoíisi) f
- (psychology) socialisation, socialization
- nationalisation, taking into social ownership
Declension
declension of κοινωνικοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | κοινωνικοποίηση • | κοινωνικοποιήσεις • | |
genitive | κοινωνικοποίησης • | κοινωνικοποιήσεων • | |
accusative | κοινωνικοποίηση • | κοινωνικοποιήσεις • | |
vocative | κοινωνικοποίηση • | κοινωνικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: κοινωνικοποιήσεως • |
Synonyms
- κρατικοποίηση f (kratikopoíisi, “nationalisation”)
- εθνικοποίηση f (ethnikopoíisi, “nationalisation”)
Related terms
- κοινωνικοποιώ (koinonikopoió, “to socialise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.