κληρονομώ
See also: κληρονομῶ
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek κληρονομῶ (klēronomô), contracted form of κληρονομέω (klēronoméō). From κλῆρος (klêros, “lot, inheritance”) + νόμος (nómos, “law”), verb νέμω (némō, “distribute”).
Pronunciation
- IPA(key): /kli.ɾo.noˈmo/
- Hyphenation: κλη‧ρο‧νο‧μώ
Verb
κληρονομώ • (klironomó) / κληρονομάω (past κληρονόμησα, passive κληρονομούμαι/κληρονομιέμαι, p‑past κληρονομήθηκα, ppp κληρονομημένος)
- to inherit
Conjugation
κληρονομώ, κληρονομούμαι - κληρονομάω, κληρονομιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κληρονομώ - κληρονομάω1 | κληρονομήσω | κληρονομούμαι - κληρονομιέμαι1 | κληρονομηθώ |
2 sg | κληρονομείς - κληρονομάς | κληρονομήσεις | κληρονομείσαι - κληρονομιέσαι | κληρονομηθείς |
3 sg | κληρονομεί - κληρονομάει | κληρονομήσει | κληρονομείται - κληρονομιέται | κληρονομηθεί |
1 pl | κληρονομούμε - κληρονομάμε | κληρονομήσουμε, [-ομε] | κληρονομούμαστε - κληρονομιόμαστε | κληρονομηθούμε |
2 pl | κληρονομείτε - κληρονομάτε | κληρονομήσετε | κληρονομείστε, {κληρονομείσθε} - κληρονομιέστε, (‑ιόσαστε) | κληρονομηθείτε |
3 pl | κληρονομούν(ε) - κληρονομάνε, κληρονομάν | κληρονομήσουν(ε) | κληρονομούνται - κληρονομιούνται, (‑ιόνται) | κληρονομηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κληρονομούσα - κληρονόμαγα | κληρονόμησα | [κληρονομούμουν]2 - κληρονομιόμουν(α) | κληρονομήθηκα |
2 sg | κληρονομούσες - κληρονόμαγες | κληρονόμησες | [κληρονομούσουν] - κληρονομιόσουν(α) | κληρονομήθηκες |
3 sg | κληρονομούσε - κληρονόμαγε | κληρονόμησε | κληρονομούνταν -κληρονομιόταν(ε) | κληρονομήθηκε |
1 pl | κληρονομούσαμε - κληρονομάγαμε | κληρονομήσαμε | κληρονομούμασταν, (‑ούμαστε) - κληρονομιόμασταν, (‑ιόμαστε) | κληρονομηθήκαμε |
2 pl | κληρονομούσατε - κληρονομάγατε | κληρονομήσατε | [κληρονομούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - κληρονομιόσασταν, (‑ιόσαστε) | κληρονομηθήκατε |
3 pl | κληρονομούσαν(ε) - κληρονόμαγαν, κληρονομάγανε | κληρονόμησαν, κληρονομήσαν(ε) | κληρονομούνταν - κληρονομιόνταν(ε), κληρονομιόντουσαν, κληρονομιούνταν | κληρονομήθηκαν, κληρονομηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κληρονομώ - θα κληρονομάω ➤ | θα κληρονομήσω ➤ | θα κληρονομούμαι - κληρονομιέμαι ➤ | θα κληρονομηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κληρονομείς - κληρονομάς, … | θα κληρονομήσεις, … | θα κληρονομείσαι - κληρονομιέσαι, … | θα κληρονομηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κληρονομήσει έχω, έχεις, … κληρονομημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κληρονομηθεί είμαι, είσαι, … κληρονομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κληρονομήσει είχα, είχες, … κληρονομημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κληρονομηθεί ήμουν, ήσουν, … κληρονομημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κληρονομήσει θα έχω, θα έχεις, … κληρονομημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κληρονομηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κληρονομημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | κληρονόμα, κληρονόμαγε | κληρονόμησε, κληρονόμα | — | κληρονομήσου |
2 pl | κληρονομείτε - κληρονομάτε | κληρονομήστε | κληρονομείστε - κληρονομιέστε | κληρονομηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κληρονομώντας ➤ | κληρονομούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κληρονομήσει ➤ | κληρονομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | κληρονομήσει | κληρονομηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Antonyms
- κληροδοτώ (klirodotó, “pass on”)
Related terms
- κληρονομία f (klironomía, “inheritance”), κληρονομιά (klironomiá)
- συγκληρονομώ (sygklironomó, “coinherit”)
- and see: κληρονόμος m or f (klironómos, “heir”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.