ηλεκτρισμός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.lek.tɾiˈzmos/
- Hyphenation: η‧λεκ‧τρι‧σμός
Noun
ηλεκτρισμός • (ilektrismós) m (plural ηλεκτρισμοί)
- electricity (form of energy)
- (physics) electricity (branch of study)
Declension
declension of ηλεκτρισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρισμός • | ηλεκτρισμοί • |
genitive | ηλεκτρισμού • | ηλεκτρισμών • |
accusative | ηλεκτρισμό • | ηλεκτρισμούς • |
vocative | ηλεκτρισμέ • | ηλεκτρισμοί • |
Synonyms
- (energy form): ηλεκτρικό n (ilektrikó)
Related terms
- ηλεκτραγωγός (ilektragogós, “electrically conducting”)
- ηλεκτράμαξα (ilektrámaxa, “electric locomotive”)
- ηλεκτρεγερτική δύναμη (ilektregertikí dýnami, “electromotive force”)
- ηλεκτρεγερτικός (ilektregertikós, “electromotive”)
- ηλεκτρίζω (ilektrízo, “to electrify, to electrocute”)
- ηλεκτρικά (ilektriká, “electrically”, adverb)
- ηλεκτρικά n pl (ilektriká, “electrical wiring”)
- ηλεκτρική αντίσταση f (ilektrikí antístasi, “electrical resistance”)
- ηλεκτρική κιθάρα f (ilektrikí kithára, “electric guitar”)
- ηλεκτρική μόνωση f (ilektrikí mónosi, “electrical insulation”)
- ηλεκτρική σκούπα f (ilektrikí skoúpa, “vacuum cleaner”)
- ηλεκτρική χωρητικότητα f (ilektrikí choritikótita, “electrical capacitance”)
- ηλεκτρικό ρεύμα n (ilektrikó révma, “electric current”)
- ηλεκτρικό φορτίο n (ilektrikó fortío, “electric charge”)
- ηλεκτρικό n (ilektrikó, “electricity”)
- ηλεκτρικός (ilektrikós, “electrical”)
- ηλεκτρικός κινητήρας m (ilektrikós kinitíras, “electric motor”)
- ηλέκτριση f (iléktrisi, “electrification”)
- ηλεκτρισμένος (ilektrisménos, “electrified, charged”)
- ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
- ηλεκτρο- (ilektro-, “electro-”)
- ήλεκτρο n (ílektro, “amber”)
- ηλεκτροαρνητικός (ilektroarnitikós, “electronegative”)
- ηλεκτρογεννήτρια f (ilektrogennítria, “electric generator”)
- ηλεκτρόδιο n (ilektródio, “electrode”)
- ηλεκτροδοτώ (ilektrodotó, “to provide/install electricity”)
- ηλεκτροδυναμική f (ilektrodynamikí, “electrodynamics”)
- ηλεκτροεγκεφαλογράφημα f (ilektroegkefalográfima, “electroencephalogram”)
- ηλεκτροεγκεφαλογραφία f (ilektroegkefalografía, “electroencephalography”)
- ηλεκτροεπιμετάλλωση f (ilektroepimetállosi, “electrotyping”)
- ηλεκτροθεραπεία f (ilektrotherapeía, “electrotherapy, ECT”)
- ηλεκτροκαρδιογραφία f (ilektrokardiografía, “electrocardiography”)
- ηλεκτροκίνηση f (ilektrokínisi, “electrification”)
- ηλεκτροκινητήρας m (ilektrokinitíras, “electrific motor”)
- ηλεκτροκίνητος (ilektrokínitos, “electrically powered”)
- ηλεκτροκόλληση (ilektrokóllisi, “electric welding”)
- ηλεκτρολογία f (ilektrología, “electrology”)
- ηλεκτρολογικός (ilektrologikós, “electrical”)
- ηλεκτρολόγος m or f (ilektrológos, “electrician”)
- ηλεκτρόλυση f (ilektrólysi, “electrolysis”)
- ηλεκτρολύτης m (ilektrolýtis, “electrolyte”)
- ηλεκτρολυτικός (ilektrolytikós, “electrolytic”)
- ηλεκτρομαγνήτης m (ilektromagnítis, “electromagnet”)
- ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα f (ilektromagnitikí valvída, “solenoid”)
- ηλεκτρομαγνητικός (ilektromagnitikós, “electromagnetic”)
- ηλεκτρομαγνητισμός m (ilektromagnitismós, “electromagnetism”)
- ηλεκτρομηχανή f (ilektromichaní, “electrical motor”)
- ηλεκτρομηχανική f (ilektromichanikí, “electrical engineering, electromechanics”)
- ηλεκτρονική f (ilektronikí, “electronics”)
- ηλεκτρονικό βιβλίο n (ilektronikó vivlío, “e-book”)
- ηλεκτρονικός (ilektronikós, “electronic”)
- ηλεκτρονικός υπολογιστής m (ilektronikós ypologistís, “computer”)
- ηλεκτρόνιο n (ilektrónio, “electron”)
- ηλεκτρονόμος m (ilektronómos, “electrical relay”)
- ηλεκτροπαραγωγή f (ilektroparagogí, “electrical generation”)
- ηλεκτροπαραγωγικός (ilektroparagogikós, “electricity generating”, adjective)
- ηλεκτροπαραγωγός (ilektroparagogós, “electricity producing”, adjective)
- ηλεκτροπληξία f (ilektroplixía, “electrocution, electric shock”)
- ηλεκτροσκόπιο n (ilektroskópio, “electroscope”)
- ηλεκτροσόκ n (ilektrosók, “electric shock”)
- ηλεκτροστατική f (ilektrostatikí, “electrostatics”)
- ηλεκτροστατικός (ilektrostatikós, “electrostatic”)
- ηλεκτροσυγκόλληση f (ilektrosygkóllisi, “arcwelding”)
- ηλεκτροτεχνίτης m (ilektrotechnítis, “electrician”)
- ηλεκτροτεχνίτρια f (ilektrotechnítria, “electrician”)
- ηλεκτροτυπία f (ilektrotypía, “electrotype”)
- ηλεκτροφόρηση f (ilektrofórisi, “electrophoresis”)
- ηλεκτροφόρος (ilektrofóros, “electric, electrified, electrically charged”)
- ηλεκτρόφωνο n (ilektrófono, “electrophone, juke box”)
- ηλεκτροφωτίζω (ilektrofotízo, “to light electrically”)
- ηλεκτροφώτιση m (ilektrofótisi, “electric lighting”)
- ηλεκτροφωτισμός m (ilektrofotismós, “electric lighting”)
- ηλεκτροχημεία f (ilektrochimeía, “electrochemistry”)
- ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós, “electrochemical”, adjective)
- ηλεκτροχημικός m or f (ilektrochimikós, “electrochemist”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.