ηλεκτροεγκεφαλογράφημα
Greek
Noun
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα • (ilektroegkefalográfima) n (plural ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα)
- (medicine) electroencephalogram (a recording of electrical brain activity made by an electroencephalograph)
Declension
declension of ηλεκτροεγκεφαλογράφημα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροεγκεφαλογράφημα • | ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα • |
genitive | ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος • | ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων • |
accusative | ηλεκτροεγκεφαλογράφημα • | ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα • |
vocative | ηλεκτροεγκεφαλογράφημα • | ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.