ηλεκτροφόρος
Greek
Adjective
ηλεκτροφόρος • (ilektrofóros) m (feminine ηλεκτροφόρη, neuter ηλεκτροφόρο)
Declension
Declension of ηλεκτροφόρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλεκτροφόροος • | ηλεκτροφόροη • | ηλεκτροφόροο • | ηλεκτροφόροοι • | ηλεκτροφόροες • | ηλεκτροφόροα • |
genitive | ηλεκτροφόροου • | ηλεκτροφόροης • | ηλεκτροφόροου • | ηλεκτροφόροων • | ηλεκτροφόροων • | ηλεκτροφόροων • |
accusative | ηλεκτροφόροο • | ηλεκτροφόροη • | ηλεκτροφόροο • | ηλεκτροφόροους • | ηλεκτροφόροες • | ηλεκτροφόροα • |
vocative | ηλεκτροφόροε • | ηλεκτροφόροη • | ηλεκτροφόροο • | ηλεκτροφόροοι • | ηλεκτροφόροες • | ηλεκτροφόροα • |
Related terms
- ηλεκτροφόρηση f (ilektrofórisi, “electrophoresis”)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.