ηλεκτρικός
Greek
Adjective
ηλεκτρικός • (ilektrikós) m (feminine ηλεκτρική, neuter ηλεκτρικό)
- electrical (electrically operated)
- electrical, electric (describing a domestic or other installation)
- (figuratively) electric (describing the quality of the sound produced by an instrument)
- (used as neuter singular noun) see: ηλεκτρικό (ilektrikó)
- (used as neuter plural noun) see: ηλεκτρικά (ilektriká)
Declension
Declension of ηλεκτρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλεκτρικός • | ηλεκτρική • | ηλεκτρικό • | ηλεκτρικοί • | ηλεκτρικές • | ηλεκτρικά • |
genitive | ηλεκτρικού • | ηλεκτρικής • | ηλεκτρικού • | ηλεκτρικών • | ηλεκτρικών • | ηλεκτρικών • |
accusative | ηλεκτρικό • | ηλεκτρική • | ηλεκτρικό • | ηλεκτρικούς • | ηλεκτρικές • | ηλεκτρικά • |
vocative | ηλεκτρικέ • | ηλεκτρική • | ηλεκτρικό • | ηλεκτρικοί • | ηλεκτρικές • | ηλεκτρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηλεκτρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηλεκτρικός, etc.) |
Derived terms
- ηλεκτρικά σκεύη n pl (ilektriká skévi, “electrical appliances”)
- ηλεκτρική μόνωση f (ilektrikí mónosi, “electrical insulation”)
- ηλεκτρική χωρητικότητα f (ilektrikí choritikótita, “electrical capacitance”)
Related terms
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
Noun
ηλεκτρικός • (ilektrikós) m
- metropolitan railway, electric railway
- (by extension) station of such railways
Declension
- see the adjectival form above
See also
- μετρό n (metró, “metro, electric or underground urban railway”)
- προαστιακός (proastiakós, “suburban”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.