προαστιακός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.a.sti.aˈkos/
Declension
Declension of προαστιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προαστιακός • | προαστιακή • | προαστιακό • | προαστιακοί • | προαστιακές • | προαστιακά • |
genitive | προαστιακού • | προαστιακής • | προαστιακού • | προαστιακών • | προαστιακών • | προαστιακών • |
accusative | προαστιακό • | προαστιακή • | προαστιακό • | προαστιακούς • | προαστιακές • | προαστιακά • |
vocative | προαστιακέ • | προαστιακή • | προαστιακό • | προαστιακοί • | προαστιακές • | προαστιακά • |
Related terms
- προάστιο n (proástio, “suburb”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.