διαψεύδω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯aˈpsev.ðo/
- Hyphenation: δι‧α‧ψεύ‧δω
Verb
διαψεύδω • (diapsévdo) (past διέψευσα, passive διαψεύδομαι, p‑past διαψεύστηκα/διαψεύσθηκα, ppp διαψευσμένος)
- to contradict, refute
- to deny
- to prove wrong
Conjugation
διαψεύδω διαψεύδομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διαψεύδω | διαψεύσω | διαψεύδομαι | διαψευστώ, διαψευσθώ |
2 sg | διαψεύδεις | διαψεύσεις | διαψεύδεσαι | διαψευστείς, διαψευσθείς |
3 sg | διαψεύδει | διαψεύσει | διαψεύδεται | διαψευστεί, διαψευσθεί |
1 pl | διαψεύδουμε, [‑ομε] | διαψεύσουμε, [‑ομε] | διαψευδόμαστε | διαψευστούμε, διαψευσθούμε |
2 pl | διαψεύδετε | διαψεύσετε | διαψεύδεστε, διαψευδόσαστε | διαψευστείτε, διαψευσθείτε |
3 pl | διαψεύδουν(ε) | διαψεύσουν(ε) | διαψεύδονται | διαψευστούν(ε), διαψευσθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διέψευδα | διέψευσα | διαψευδόμουν(α) | διαψεύστηκα, διαψεύσθηκα |
2 sg | διέψευδες | διέψευσες | διαψευδόσουν(α) | διαψεύστηκες, διαψεύσθηκες |
3 sg | διέψευδε | διέψευσε | διαψευδόταν(ε) | διαψεύστηκε, διαψεύσθηκε |
1 pl | διαψεύδαμε | διαψεύσαμε | διαψευδόμασταν, (‑όμαστε) | διαψευστήκαμε, διαψευσθήκαμε |
2 pl | διαψεύδατε | διαψεύσατε | διαψευδόσασταν, (‑όσαστε) | διαψευστήκατε, διαψευσθήκατε |
3 pl | διέψευδαν, διαψεύδαν(ε) | διέψευσαν, διαψεύσαν(ε) | διαψεύδονταν, (διαψευδόντουσαν) | διαψεύστηκαν, διαψευστήκαν(ε), διαψεύσθηκαν, διαψευσθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διαψεύδω ➤ | θα διαψεύσω ➤ | θα διαψεύδομαι ➤ | θα διαψευστώ / διαψευσθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαψεύδεις, … | θα διαψεύσεις, … | θα διαψεύδεσαι, … | θα διαψευστείς / διαψευσθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαψεύσει έχω, έχεις, … διαψευσμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαψευστεί / διαψευσθεί είμαι, είσαι, … διαψευσμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαψεύσει είχα, είχες, … διαψευσμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαψευστεί / διαψευσθεί ήμουν, ήσουν, … διαψευσμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαψεύσει θα έχω, θα έχεις, … διαψευσμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαψευστεί / διαψευσθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαψευσμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | (διάψευδε) | διάψευσε | — | διαψεύσου |
2 pl | διαψεύδετε | διαψεύστε | διαψεύδεστε | διαψευστείτε, διαψευσθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διαψεύδοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διαψεύσει ➤ | διαψευσμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διαψεύσει | διαψευστεί, διαψευσθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αδιάψευστος (adiápsefstos, “indisputable”)
- αλληλοδιαψεύδονται (allilodiapsévdontai, “contradict each other”)
- αυτοδιαψεύδομαι (aftodiapsévdomai, “to contradict oneself”)
- αυτοδιάψευση f (aftodiápsefsi)
- διάψευση f (diápsefsi)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.