βαθμός

Greek

Etymology

Learnedly, from Koine Greek βαθμός (bathmós, degree), Ancient Greek βαθμός (bathmós, step), with stem βα- (see βαίνω (baínō) "I step") + -θμός (-thmós).[1][2]

Pronunciation

  • IPA(key): /vaˈθmos/
  • Hyphenation: βαθ‧μός
  • Old Hyphenation: βα‧θμός

Noun

βαθμός • (vathmós) m (plural βαθμοί)

  1. grade (of job, exams, position in employment)
    • (δ) «συγγενής»: συγγενείς του εργαζομένου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των ανάδοχων τέκνων και των νόμιμων κηδεμόνων, ή ο/η σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης, αν το σύμφωνο αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο·
      (d) «syngenís»: syngeneís tou ergazoménou ex aímatos í ex anchisteías méchri deftérou vathmoú, symperilamvanoménon ton anádochon téknon kai ton nómimon kidemónon, í o/i sýntrofos me sýmfono symvíosis, an to sýmfono aftó provlépetai apó to ethnikó díkaio;
      (d) "relative" means a worker´s relatives up to the second degree of consanguinity or affinity, including foster children and legal guardians, or partner in civil partnership, where such partnerships are envisaged by national law;
      Amendement 51, Report of 2018.08.23. at European Parliament Greek-English.
  2. (military) rank
  3. (sciences, meteorology) degree (unit of temperature)
    — Πόσους βαθμούς έχει σήμερα; —Έχει 35 βαθμούς.
    — Pósous vathmoús échei símera? —Échei 35 vathmoús.
    How many degrees is it today? It is 35 degrees [°C].
    (literally, “It has how many degrees today? It has 35 degrees.”)
  4. (education) (plural) marks, grades
    Στη φετινή βαθμολογία οι βαθμοί των μαθητών ήταν πολύ χαμηλοί.
    Sti fetiní vathmología oi vathmoí ton mathitón ítan polý chamiloí.
    In this year's [exam] grading the students' marks were very low.
  5. (medicine) degree (severity of burns)
    εγκαύματα δεύτερου βαθμούegkávmata défterou vathmoúsecond degree burns
  6. (grammar) degree (of an adjective)
    ο θετικός βαθμός, ο συγκριτικός βαθμός, ο υπερθετικός βαθμός
    o thetikós vathmós, o sygkritikós vathmós, o yperthetikós vathmós
    the positive degree, the comparative degree, the superlative degree

Declension

Synonyms

Hyponyms

  • αβαθμολόγητος (avathmológitos, given no grade)
  • αδιαβάθμητος (adiaváthmitos, no rank given), αδιαβάθμιστος (adiaváthmistos)
  • αναβαθμίζω (anavathmízo, upgrade) & related words
  • αναβαθμολογώ (anavathmologó, regrade)
  • αναβαθμολόγηση f (anavathmológisi)
  • αναβαθμός m (anavathmós, ascent, step) (formal)
  • βαθμηδόν (vathmidón, gradually, adverb) (formal)
  • βαθμιαίος (vathmiaíos, gradual)
  • βαθμίδα f (vathmída)
  • βαθμιδωτός (vathmidotós)
  • βαθμο- (vathmo-, bathmo-)
  • βαθμοθήρας (vathmothíras) & related words
  • βαθμολογία f (vathmología, grading)
  • βαθμολογώ (vathmologó, I grade) & related words
  • βαθμοφόρος m or f (vathmofóros, officer)
  • δευτεροβάθμιος (defterováthmios)
  • διαβαθμίζω (diavathmízo)
  • διαβάθμιση f (diaváthmisi)
  • εκατοντάβαθμος (ekatontávathmos)
  • ισοβάθμιος (isováthmios)
  • ισόβαθμος (isóvathmos)
  • ισοβαθμώ (isovathmó)
  • καταβαθμός m (katavathmós)
  • ομοιόβαθμος (omoióvathmos, of coequal rank)
  • πρωτοβάθμιος (protováthmios)
  • τριτοβάθμιος (tritováthmios)
  • υποβαθμίζω (ypovathmízo)
  • υποβάθμιση f (ypováthmisi)
  • υψηλόβαθμος (ypsilóvathmos, of high rank)
  • χαμηλόβαθμος (chamilóvathmos, of low rank)

References

  1. βαθμός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. βαθμός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.