βαθμός
Greek
Etymology
Learnedly, from Koine Greek βαθμός (bathmós, “degree”), Ancient Greek βαθμός (bathmós, “step”), with stem βα- (see βαίνω (baínō) "I step") + -θμός (-thmós).[1][2]
Pronunciation
- IPA(key): /vaˈθmos/
- Hyphenation: βαθ‧μός
- Old Hyphenation: βα‧θμός
Noun
βαθμός • (vathmós) m (plural βαθμοί)
- grade (of job, exams, position in employment)
- (δ) «συγγενής»: συγγενείς του εργαζομένου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των ανάδοχων τέκνων και των νόμιμων κηδεμόνων, ή ο/η σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης, αν το σύμφωνο αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο·
- (d) «syngenís»: syngeneís tou ergazoménou ex aímatos í ex anchisteías méchri deftérou vathmoú, symperilamvanoménon ton anádochon téknon kai ton nómimon kidemónon, í o/i sýntrofos me sýmfono symvíosis, an to sýmfono aftó provlépetai apó to ethnikó díkaio;
- (d) "relative" means a worker´s relatives up to the second degree of consanguinity or affinity, including foster children and legal guardians, or partner in civil partnership, where such partnerships are envisaged by national law;
- (military) rank
- (sciences, meteorology) degree (unit of temperature)
- — Πόσους βαθμούς έχει σήμερα; —Έχει 35 βαθμούς.
- — Pósous vathmoús échei símera? —Échei 35 vathmoús.
- How many degrees is it today? It is 35 degrees [°C].
- (literally, “It has how many degrees today? It has 35 degrees.”)
- (education) (plural) marks, grades
- Στη φετινή βαθμολογία οι βαθμοί των μαθητών ήταν πολύ χαμηλοί.
- Sti fetiní vathmología oi vathmoí ton mathitón ítan polý chamiloí.
- In this year's [exam] grading the students' marks were very low.
- (medicine) degree (severity of burns)
- εγκαύματα δεύτερου βαθμού ― egkávmata défterou vathmoú ― second degree burns
- (grammar) degree (of an adjective)
- ο θετικός βαθμός, ο συγκριτικός βαθμός, ο υπερθετικός βαθμός
- o thetikós vathmós, o sygkritikós vathmós, o yperthetikós vathmós
- the positive degree, the comparative degree, the superlative degree
Declension
Synonyms
- βαθ. (vath.) (abbreviation)
Hyponyms
- θετικός m (thetikós, “positive”)
- συγκριτικός m (sygkritikós, “comparative”)
- υπερθετικός m (yperthetikós, “superlative”)
Related terms
- αβαθμολόγητος (avathmológitos, “given no grade”)
- αδιαβάθμητος (adiaváthmitos, “no rank given”), αδιαβάθμιστος (adiaváthmistos)
- αναβαθμίζω (anavathmízo, “upgrade”) & related words
- αναβαθμολογώ (anavathmologó, “regrade”)
- αναβαθμολόγηση f (anavathmológisi)
- αναβαθμός m (anavathmós, “ascent, step”) (formal)
- βαθμηδόν (vathmidón, “gradually”, adverb) (formal)
- βαθμιαίος (vathmiaíos, “gradual”)
- βαθμίδα f (vathmída)
- βαθμιδωτός (vathmidotós)
- βαθμο- (vathmo-, “bathmo-”)
- βαθμοθήρας (vathmothíras) & related words
- βαθμολογία f (vathmología, “grading”)
- βαθμολογώ (vathmologó, “I grade”) & related words
- βαθμοφόρος m or f (vathmofóros, “officer”)
- δευτεροβάθμιος (defterováthmios)
- διαβαθμίζω (diavathmízo)
- διαβάθμιση f (diaváthmisi)
- εκατοντάβαθμος (ekatontávathmos)
- ισοβάθμιος (isováthmios)
- ισόβαθμος (isóvathmos)
- ισοβαθμώ (isovathmó)
- καταβαθμός m (katavathmós)
- ομοιόβαθμος (omoióvathmos, “of coequal rank”)
- πρωτοβάθμιος (protováthmios)
- τριτοβάθμιος (tritováthmios)
- υποβαθμίζω (ypovathmízo)
- υποβάθμιση f (ypováthmisi)
- υψηλόβαθμος (ypsilóvathmos, “of high rank”)
- χαμηλόβαθμος (chamilóvathmos, “of low rank”)
References
- βαθμός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- βαθμός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.