θετικός
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /tʰe.ti.kós/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /tʰe.tiˈkos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /θe.tiˈkos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /θe.tiˈkos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /θe.tiˈkos/
Adjective
θετῐκός • (thetikós) m (feminine θετῐκή, neuter θετῐκόν); first/second declension
- fit for placing, apposite
- concerning adoption
- belonging to a thesis, disputable
- positive, affirmative
- (grammar) positive
- (neuter substantive) the positive degree
- expressing obligation, of verbals ending in -τέον (-téon)
- (grammar) positive
- arbitrary
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | θετῐκός thetikós |
θετῐκή thetikḗ |
θετῐκόν thetikón |
θετῐκώ thetikṓ |
θετῐκᾱ́ thetikā́ |
θετῐκώ thetikṓ |
θετῐκοί thetikoí |
θετῐκαί thetikaí |
θετῐκᾰ́ thetiká | |||||
Genitive | θετῐκοῦ thetikoû |
θετῐκῆς thetikês |
θετῐκοῦ thetikoû |
θετῐκοῖν thetikoîn |
θετῐκαῖν thetikaîn |
θετῐκοῖν thetikoîn |
θετῐκῶν thetikôn |
θετῐκῶν thetikôn |
θετῐκῶν thetikôn | |||||
Dative | θετῐκῷ thetikôi |
θετῐκῇ thetikêi |
θετῐκῷ thetikôi |
θετῐκοῖν thetikoîn |
θετῐκαῖν thetikaîn |
θετῐκοῖν thetikoîn |
θετῐκοῖς thetikoîs |
θετῐκαῖς thetikaîs |
θετῐκοῖς thetikoîs | |||||
Accusative | θετῐκόν thetikón |
θετῐκήν thetikḗn |
θετῐκόν thetikón |
θετῐκώ thetikṓ |
θετῐκᾱ́ thetikā́ |
θετῐκώ thetikṓ |
θετῐκούς thetikoús |
θετῐκᾱ́ς thetikā́s |
θετῐκᾰ́ thetiká | |||||
Vocative | θετῐκέ thetiké |
θετῐκή thetikḗ |
θετῐκόν thetikón |
θετῐκώ thetikṓ |
θετῐκᾱ́ thetikā́ |
θετῐκώ thetikṓ |
θετῐκοί thetikoí |
θετῐκαί thetikaí |
θετῐκᾰ́ thetiká | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
θετῐκῶς thetikôs |
θετῐκώτερος thetikṓteros |
θετῐκώτᾰτος thetikṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Related terms
Related terms
- ἀγωνοθετικός (agōnothetikós)
- ἀντιθετικός (antithetikós)
- ἀποθετικός (apothetikós)
- διαθετικός (diathetikós)
- ἐκθετικός (ekthetikós)
- ἐνθετικός (enthetikós)
- ἐπενθετικός (epenthetikós)
- ἐπιθετικός (epithetikós)
- ἐπισυνθετικός (episunthetikós)
- νομοθετικός (nomothetikós)
- ὀνοματοθετικός (onomatothetikós)
- προεκθετικός (proekthetikós)
- προθετικός (prothetikós)
- προσθετικός (prosthetikós)
- συγκαταθετικός (sunkatathetikós)
- συνθετικός (sunthetikós)
- ὑπερθετικός (huperthetikós)
- ὑποθετικός (hupothetikós)
Descendants
- Greek: θετικός (thetikós)
References
- “θετικός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- “θετικός”, in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- θετικός in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Etymology
From Ancient Greek θετικός (thetikós).
Adjective
θετικός • (thetikós) m (feminine θετική, neuter θετικό)
Declension
Declension of θετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θετικός • | θετική • | θετικό • | θετικοί • | θετικές • | θετικά • |
genitive | θετικού • | θετικής • | θετικού • | θετικών • | θετικών • | θετικών • |
accusative | θετικό • | θετική • | θετικό • | θετικούς • | θετικές • | θετικά • |
vocative | θετικέ • | θετική • | θετικό • | θετικοί • | θετικές • | θετικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θετικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θετικότερος • | θετικότερη • | θετικότερο • | θετικότεροι • | θετικότερες • | θετικότερα • |
genitive | θετικότερου • | θετικότερης • | θετικότερου • | θετικότερων • | θετικότερων • | θετικότερων • |
accusative | θετικότερο • | θετικότερη • | θετικότερο • | θετικότερους • | θετικότερες • | θετικότερα • |
vocative | θετικότερε • | θετικότερη • | θετικότερο • | θετικότεροι • | θετικότερες • | θετικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θετικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θετικότατος • | θετικότατη • | θετικότατο • | θετικότατοι • | θετικότατες • | θετικότατα • |
genitive | θετικότατου • | θετικότατης • | θετικότατου • | θετικότατων • | θετικότατων • | θετικότατων • |
accusative | θετικότατο • | θετικότατη • | θετικότατο • | θετικότατους • | θετικότατες • | θετικότατα • |
vocative | θετικότατε • | θετικότατη • | θετικότατο • | θετικότατοι • | θετικότατες • | θετικότατα • |
Derived terms
- θετικότητα f (thetikótita, “definiteness, reliability”)
- ψευδώς θετικός (psevdós thetikós, “false positive”)
See also
- υπερθετικός (yperthetikós, “superlative”)
- συγκριτικός (sygkritikós, “comparative”)
Noun
θετικός • (thetikós) m (plural θετικοί)
Declension
declension of θετικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | θετικός • | θετικοί • |
genitive | θετικού • | θετικών • |
accusative | θετικό • | θετικούς • |
vocative | θετικέ • | θετικοί • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.