βαθμολογία
Greek
Noun
βαθμολογία • (vathmología) f (plural βαθμολογίες)
Declension
declension of βαθμολογία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | βαθμολογία • | βαθμολογίες • |
genitive | βαθμολογίας • | βαθμολογιών • |
accusative | βαθμολογία • | βαθμολογίες • |
vocative | βαθμολογία • | βαθμολογίες • |
Related terms
- see: βαθμός (vathmós)
References
- βαθμολογία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.