αποταμιεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.ta.miˈe.vo/
- Hyphenation: α‧πο‧τα‧μι‧εύω
Verb
αποταμιεύω • (apotamiévo) (past αποταμίευσα, passive αποταμιεύομαι)
Conjugation
αποταμιεύω αποταμιεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποταμιεύω | αποταμιεύσω | αποταμιεύομαι | αποταμιευτώ, αποταμιευθώ |
2 sg | αποταμιεύεις | αποταμιεύσεις | αποταμιεύεσαι | αποταμιευτείς, αποταμιευθείς |
3 sg | αποταμιεύει | αποταμιεύσει | αποταμιεύεται | αποταμιευτεί, αποταμιευθεί |
1 pl | αποταμιεύουμε, [‑ομε] | αποταμιεύσουμε, [‑ομε] | αποταμιευόμαστε | αποταμιευτούμε, αποταμιευθούμε |
2 pl | αποταμιεύετε | αποταμιεύσετε | αποταμιεύεστε, αποταμιευόσαστε | αποταμιευτείτε, αποταμιευθείτε |
3 pl | αποταμιεύουν(ε) | αποταμιεύσουν(ε) | αποταμιεύονται | αποταμιευτούν(ε), αποταμιευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποταμίευα | αποταμίευσα | αποταμιευόμουν(α) | αποταμιεύτηκα, αποταμιεύθηκα |
2 sg | αποταμίευες | αποταμίευσες | αποταμιευόσουν(α) | αποταμιεύτηκες, αποταμιεύθηκες |
3 sg | αποταμίευε | αποταμίευσε | αποταμιευόταν(ε) | αποταμιεύτηκε, αποταμιεύθηκε |
1 pl | αποταμιεύαμε | αποταμιεύσαμε | αποταμιευόμασταν, (‑όμαστε) | αποταμιευτήκαμε, αποταμιευθήκαμε |
2 pl | αποταμιεύατε | αποταμιεύσατε | αποταμιευόσασταν, (‑όσαστε) | αποταμιευτήκατε, αποταμιευθήκατε |
3 pl | αποταμίευαν, αποταμιεύαν(ε) | αποταμίευσαν, αποταμιεύσαν(ε) | αποταμιεύονταν, (αποταμιευόντουσαν) | αποταμιεύτηκαν, αποταμιευτήκαν(ε), αποταμιεύθηκαν, αποταμιευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποταμιεύω ➤ | θα αποταμιεύσω ➤ | θα αποταμιεύομαι ➤ | θα αποταμιευτώ / αποταμιευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποταμιεύεις, … | θα αποταμιεύσεις, … | θα αποταμιεύεσαι, … | θα αποταμιευτείς / αποταμιευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποταμιεύσει έχω, έχεις, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί είμαι, είσαι, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποταμιεύσει είχα, είχες, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί ήμουν, ήσουν, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποταμιεύσει θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποταμίευε | αποταμίευσε | — | αποταμιεύσου |
2 pl | αποταμιεύετε | αποταμιεύστε | αποταμιεύεστε | αποταμιευτείτε, αποταμιευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποταμιεύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποταμιεύσει ➤ | αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποταμιεύσει | αποταμιευτεί, αποταμιευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποταμίευμα n (apotamíevma, “savings”)
- αποταμιεύσεις f or pl (apotamiéfseis, “savings”)
- αποταμίευση f (apotamíefsi, “saving”)
- αποταμιευτής m (apotamieftís, “saver”)
- αποταμιευτικός (apotamieftikós, “saving”, adjective)
- αποταμιεύτρια f (apotamiéftria, “saver”)
- and see: ταμείο n (tameío, “cash desk, checkout”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.