αποταμιευτής
Greek
Declension
declension of αποταμιευτής
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποταμιευτής • | αποταμιευτές • |
genitive | αποταμιευτή • | αποταμιευτών • |
accusative | αποταμιευτή • | αποταμιευτές • |
vocative | αποταμιευτή • | αποταμιευτές • |
Related terms
- see: αποταμιεύω (apotamiévo, “to save, to save up”)
Further reading
- αποταμιευτής - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.