αποταμίευμα
Greek
Noun
αποταμίευμα • (apotamíevma) n (plural αποταμιεύματα)
- savings (money or materials)
- Synonym: αποταμιεύσεις (apotamiéfseis)
Declension
declension of αποταμίευμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποταμίευμα • | αποταμιεύματα • |
genitive | αποταμιεύματος • | αποταμιευμάτων • |
accusative | αποταμίευμα • | αποταμιεύματα • |
vocative | αποταμίευμα • | αποταμιεύματα • |
Related terms
- see: αποταμιεύω (apotamiévo, “to save, to save up”)
Further reading
- Αποταμίευση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποταμίευμα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.