σίδηρος (język nowogrecki)

σίδηρος (1.1)
wymowa:
IPA: [ˈsi.ði.ros]
znaczenia:

rzeczownik, rodzaj męski

(1.1) chem. żelazo
odmiana:
(1.1) M19
przykłady:
składnia:
kolokacje:
(1.1) εποχή του σιδήρουepoka żelaza
synonimy:
(1.1) Fe
antonimy:
hiperonimy:
hiponimy:
holonimy:
meronimy:
wyrazy pokrewne:
rzecz. σιδεράδικο n, σιδεράς m, σιδεριά ż, σιδερικό n, σιδερικά n lm, σίδερο n, σιδέρωμα n, σίδερα n lm, σιδερώστρα ż, σιδερωτήριο n, σιδερωτής m, σιδερώτρια ż, σιδερώτρα ż
zdrobn. σιδεράκι n, σιδεράκια n lm
czas. σιδερώνω, σιδερώνομαι
przym. σιδερένιος, σιδερός, σιδηρούς, σιδερωτός
form. słow. σιδερο-, σιδερό-, σιδηρ-
wykrz. σιδερένιος
związki frazeologiczne:
διά πυρός και σιδήρουogniem i mieczem
etymologia:
(1.1) gr. σίδηρος
uwagi:
źródła:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.