ψυχαναλύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /psi.xa.naˈli.o/
- Hyphenation: ψυ‧χα‧να‧λύ‧ω
Verb
ψυχαναλύω • (psychanalýo) (past ψυχανάλυσα, passive ψυχαναλύομαι, p‑past ψυχαναλύθηκα, ppp ψυχαναλυμένος)
- to psychoanalyse (UK), psychoanalyze (US)
Conjugation
ψυχαναλύω ψυχαναλύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ψυχαναλύω | ψυχαναλύσω | ψυχαναλύομαι | ψυχαναλυθώ |
2 sg | ψυχαναλύεις | ψυχαναλύσεις | ψυχαναλύεσαι | ψυχαναλυθείς |
3 sg | ψυχαναλύει | ψυχαναλύσει | ψυχαναλύεται | ψυχαναλυθεί |
1 pl | ψυχαναλύουμε, [‑ομε] | ψυχαναλύσουμε, [‑ομε] | ψυχαναλυόμαστε | ψυχαναλυθούμε |
2 pl | ψυχαναλύετε | ψυχαναλύσετε | ψυχαναλύεστε, ψυχαναλυόσαστε | ψυχαναλυθείτε |
3 pl | ψυχαναλύουν(ε) | ψυχαναλύσουν(ε) | ψυχαναλύονται | ψυχαναλυθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ψυχανάλυα | ψυχανάλυσα | ψυχαναλυόμουν(α) | ψυχαναλύθηκα |
2 sg | ψυχανάλυες | ψυχανάλυσες | ψυχαναλυόσουν(α) | ψυχαναλύθηκες |
3 sg | ψυχανάλυε | ψυχανάλυσε | ψυχαναλυόταν(ε) | ψυχαναλύθηκε |
1 pl | ψυχαναλύαμε | ψυχαναλύσαμε | ψυχαναλυόμασταν, (‑όμαστε) | ψυχαναλυθήκαμε |
2 pl | ψυχαναλύατε | ψυχαναλύσατε | ψυχαναλυόσασταν, (‑όσαστε) | ψυχαναλυθήκατε |
3 pl | ψυχανάλυαν, ψυχαναλύαν(ε) | ψυχανάλυσαν, ψυχαναλύσαν(ε) | ψυχαναλύονταν, (ψυχαναλυόντουσαν) | ψυχαναλύθηκαν, ψυχαναλυθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ψυχαναλύω ➤ | θα ψυχαναλύσω ➤ | θα ψυχαναλύομαι ➤ | θα ψυχαναλυθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ψυχαναλύεις, … | θα ψυχαναλύσεις, … | θα ψυχαναλύεσαι, … | θα ψυχαναλυθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ψυχαναλύσει έχω, έχεις, … ψυχαναλυμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ψυχαναλυθεί είμαι, είσαι, … ψυχαναλυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ψυχαναλύσει είχα, είχες, … ψυχαναλυμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ψυχαναλυθεί ήμουν, ήσουν, … ψυχαναλυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ψυχαναλύσει θα έχω, θα έχεις, … ψυχαναλυμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ψυχαναλυθεί θα είμαι, θα είσαι, … ψυχαναλυμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ψυχανάλυε | ψυχανάλυσε | — | ψυχαναλύσου |
2 pl | ψυχαναλύετε | ψυχαναλύστε | ψυχαναλύεστε | ψυχαναλυθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ψυχαναλύοντας ➤ | ψυχαναλυόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ψυχαναλύσει ➤ | ψυχαναλυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ψυχαναλύσει | ψυχαναλυθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αναλύω (analýo, “to analyse, to analyze”)
- ψυχή f (psychí, “soul”)
- see: ψυχανάλυση f (psychanálysi, “psychoanalysis”)
See also
- ψυχολογία f (psychología, “psychology”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.