ψυχαγωγώ
See also: ψυχαγωγῶ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /psi.xa.ɣoˈɣo/
- Hyphenation: ψυ‧χα‧γω‧γώ
- Homophone: ψυχαγωγό (psychagogó)
Verb
ψυχαγωγώ • (psychagogó) (past ψυχαγώγησα, passive ψυχαγωγούμαι, p‑past ψυχαγωγήθηκα, ppp ψυχαγωγημένος)
Conjugation
ψυχαγωγώ, ψυχαγωγούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ψυχαγωγώ | ψυχαγωγήσω | ψυχαγωγούμαι | ψυχαγωγηθώ |
2 sg | ψυχαγωγείς | ψυχαγωγήσεις | ψυχαγωγείσαι | ψυχαγωγηθείς |
3 sg | ψυχαγωγεί | ψυχαγωγήσει | ψυχαγωγείται | ψυχαγωγηθεί |
1 pl | ψυχαγωγούμε | ψυχαγωγήσουμε, [-ομε] | ψυχαγωγούμαστε | ψυχαγωγηθούμε |
2 pl | ψυχαγωγείτε | ψυχαγωγήσετε | ψυχαγωγείστε | ψυχαγωγηθείτε |
3 pl | ψυχαγωγούν(ε) | ψυχαγωγήσουν(ε) | ψυχαγωγούνται | ψυχαγωγηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ψυχαγωγούσα | ψυχαγώγησα | [ψυχαγωγούμουν(α)] | ψυχαγωγήθηκα |
2 sg | ψυχαγωγούσες | ψυχαγώγησες | [ψυχαγωγούσουν(α)] | ψυχαγωγήθηκες |
3 sg | ψυχαγωγούσε | ψυχαγώγησε | ψυχαγωγούνταν, {ψυχαγωγείτο} | ψυχαγωγήθηκε |
1 pl | ψυχαγωγούσαμε | ψυχαγωγήσαμε | ψυχαγωγούμασταν, (‑ούμαστε) | ψυχαγωγηθήκαμε |
2 pl | ψυχαγωγούσατε | ψυχαγωγήσατε | [ψυχαγωγούσασταν, (‑ούσαστε)] | ψυχαγωγηθήκατε |
3 pl | ψυχαγωγούσαν(ε) | ψυχαγώγησαν, ψυχαγωγήσαν(ε) | ψυχαγωγούνταν, {ψυχαγωγούντο} | ψυχαγωγήθηκαν, ψυχαγωγηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ψυχαγωγώ ➤ | θα ψυχαγωγήσω ➤ | θα ψυχαγωγούμαι ➤ | θα ψυχαγωγηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ψυχαγωγείς, … | θα ψυχαγωγήσεις, … | θα ψυχαγωγείσαι, … | θα ψυχαγωγηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ψυχαγωγήσει | έχω, έχεις, … ψυχαγωγηθεί είμαι, είσαι, … ψυχαγωγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ψυχαγωγήσει | είχα, είχες, … ψυχαγωγηθεί ήμουν, ήσουν, … ψυχαγωγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ψυχαγωγήσει | θα έχω, θα έχεις, … ψυχαγωγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ψυχαγωγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ψυχαγώγησε | — | ψυχαγωγήσου |
2 pl | ψυχαγωγείτε | ψυχαγωγήστε | ψυχαγωγείστε | ψυχαγωγηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ψυχαγωγώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ψυχαγωγήσει ➤ | ψυχαγωγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ψυχαγωγήσει | ψυχαγωγηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.