στέλλω

Ancient Greek

Etymology

Pronunciation

 

Verb

στέλλω • (stéllō)

  1. to make ready, prepare; to furnish, dress
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 4.294:
      οὓς ἑτάρους στέλλοντα καὶ ὀτρύνοντα μάχεσθαι
      hoùs hetárous stéllonta kaì otrúnonta mákhesthai
      arraying his comrades and urging them to fight
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Odyssey 2.287:
      νῆα θοὴν στελέω καὶ ἅμ’ ἕψομαι αὐτός
      nêa thoḕn steléō kaì hám’ hépsomai autós
      I will rig a swift ship and myself be your companion
    • 405 BCE, Euripides, The Bacchae 821:
      στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ βυσσίνους πέπλους.
      steîlaí nun amphì khrōtì bussínous péplous.
      Put linen clothes on your body then.
    • 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 7.26:
      στρατὸν κάλλιστα ἐσταλμένον
      stratòn kállista estalménon
      the best-equipped army
  2. to dispatch, send; (middle voice, passive voice) to set out, journey
    • 525 BCE – 455 BCE, Aeschylus, Prometheus Bound 389:
      σαφῶς μ’ ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν.
      saphôs m’ es oîkon sòs lógos stéllei pálin.
      Clearly the manner of your speech orders me back home.
    • 460 BCE – 420 BCE, Herodotus, Histories 3.53:
      ὁ μὲν Περίανδρος ἐστέλλετο ἐς τὴν Κέρκυραν
      ho mèn Períandros estélleto es tḕn Kérkuran
      Periander set out to Corcyra
    1. (active intransitive in passive sense) to set forth, prepare to go
      • 409 BCE, Sophocles, Philoctetes 571:
        κεῖνός γ’ ἐπ’ ἄλλον ἄνδρ’ ὁ Τυδέως τε παῖς ἔστελλον
        keînós g’ ep’ állon ándr’ ho Tudéōs te paîs éstellon
        Oh, he and the son of Tydeus were readying for pursuit of another man
  3. to summon, fetch
    • 429 BCE, Sophocles, Oedipus the King 860:
      ἀλλ’ ὅμως τὸν ἐργάτην πέμψον τινὰ στελοῦντα
      all’ hómōs tòn ergátēn pémpson tinà steloûnta
      but nevertheless send someone to fetch the peasant
  4. to gather up; to furl a sail
    • 470 BCE, Aeschylus, The Suppliants 723:
      αὐτὴ δ’ ἡγεμὼν ὑπὸ χθόνα στείλασα λαῖφος
      autḕ d’ hēgemṑn hupò khthóna steílasa laîphos
      but the leading ship herself has furled her sail and draws near the shore
    1. to check, repress
      • 405 BCE, Euripides, The Bacchae 669:
        ἢ λόγον στειλώμεθα
        ḕ lógon steilṓmetha
        or should repress my report
    2. (medicine) to bind, make costive
    3. (middle voice) to restrict one's diet

Inflection

Derived terms

  • ἀμφῐστέλλομαι (amphistéllomai)
  • ἀνᾰστέλλω (anastéllō)
  • ἀποστέλλω (apostéllō)
  • ἄστολος (ástolos)
  • ἀστᾰλής (astalḗs)
  • αὐτόστολος (autóstolos)
  • βοόστολος (boóstolos)
  • γᾰμοστόλος (gamostólos)
  • δίστολος (dístolos)
  • δῐᾰστέλλω (diastéllō)
  • ἐκστέλλω (ekstéllō)
  • ἐνστέλλω (enstéllō)
  • ἐπῐστέλλω (epistéllō)
  • ἐργόστολος (ergóstolos)
  • εὔστολος (eústolos)
  • εὐστᾰλής (eustalḗs)
  • θηλύστολος (thēlústolos)
  • ἰδῐόστολος (idióstolos)
  • ἱερόστολος (hieróstolos)
  • κᾰτᾰστέλλω (katastéllō)
  • κῠᾰνόστολος (kuanóstolos)
  • λευκόστολος (leukóstolos)
  • λῐνόστολος (linóstolos)
  • μελᾰνόστολος (melanóstolos)
  • μετᾰστέλλω (metastéllō)
  • μονόστολος (monóstolos)
  • μονοστᾰλής (monostalḗs)
  • ναύστολος (naústolos)
  • νεβρῐδόστολος (nebridóstolos)
  • νεκροστόλος (nekrostólos)
  • νεκῠοστόλος (nekuostólos)
  • νῠμφοστόλος (numphostólos)
  • ὁμόστολος (homóstolos)
  • περιστέλλω (peristéllō)
  • πλεκτᾰνόστολος (plektanóstolos)
  • ποικῐλόστολος (poikilóstolos)
  • προσστέλλω (prosstéllō)
  • προστέλλω (prostéllō)
  • πᾰρᾰστέλλω (parastéllō)
  • πῡγόστολος (pūgóstolos)
  • στολάρχης (stolárkhēs)
  • στόλαρχος (stólarkhos)
  • στολοδρομέω (stolodroméō)
  • στολᾰγωγός (stolagōgós)
  • συστέλλω (sustéllō)
  • ὑδροστόλος (hudrostólos)
  • ὑποστέλλω (hupostéllō)
  • ὑψίστολος (hupsístolos)
  • φορτοστόλος (phortostólos)
  • χρῡσεόστολος (khrūseóstolos)
  • ψῡχοστόλος (psūkhostólos)
  • ὠκύστολος (ōkústolos)
  • στάλῐξ (stálix)
  • στᾰλίς (stalís)
  • στάλσῐς (stálsis)
  • στᾰλτέον (staltéon)
  • στᾰλτῐκός (staltikós)
  • στέλμᾰ (stélma)
  • στήλη (stḗlē)
  • στολάζομαι (stolázomai)
  • στολάς (stolás)
  • στολή (stolḗ)
  • στολίς (stolís)
  • στολμός (stolmós)
  • στολός (stolós)

Descendants

  • Byzantine Greek: στέλνω (stélnō)

References

Greek

Etymology

See the combining form -στέλλω (-stéllo) and stems στελ-, σταλ-, στολ-, the Ancient Greek στέλλω (stéllō, I send) and the Modern στέλνω (stélno).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈste.lo/
  • Hyphenation: -στέλ‧λω

Verb

στέλλω • (stéllo) (past -έστειλα, passive -στέλλομαι) found in compounds

    • see: -στέλλω (-stéllo)

    Conjugation

    • Conjugated in its compound forms.
    with stem σταλ-
    • απεσταλμένος (apestalménos, participle)
    • θεόσταλτος (theóstaltos, god sent)
    • ουρανόσταλτος (ouranóstaltos)
    • πρωτόσταλτος (protóstaltos)
    with stem στολ-

    compounds with -στέλλω
    • αναστέλλω (anastéllo, suspend)
    • αντεπιστέλλων (antepistéllon, corresponding, participle) (formal)
    • αντιδιαστέλλω (antidiastéllo, distinguish, contrast)
    • αποστέλλω (apostéllo, send)
    • διαστέλλω (diastéllo, expand, dilate)
    • εξαποστέλλω (exapostéllo, get rid of)
    • καταστέλλω (katastéllo, repress)
    • περιστέλλω (peristéllo, reduce, contain)
    • συστέλλω (systéllo, I contract)
    • συνεσταλμένος (synestalménos, shy, participle)
    • υποστέλλω (ypostéllo, I lower)
    and see Derivatives of στέλνω
    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.