σημαίνω

Ancient Greek

Alternative forms

  • σᾱμαίνω (sāmaínō)

Etymology

From σῆμᾰ (sêma, a mark), with the original -n- stem (i.e. *dʰyeh₂mn̥yeti), as ὀνομαίνω (onomaínō) from ὄνομᾰ (ónoma).

Pronunciation

 

Verb

σημαίνω • (sēmaínō)

  1. to show, point out, indicate
    1. to sign, signal
    2. Ι predict, portend
    3. (later prose) to appear
  2. to signal someone to do something, to bid
  3. to signify, indicate, declare
    1. to interpret, explain; to tell, speak
    2. to signify, mean
  4. (middle voice) to conclude from signs, conjecture
  5. (middle voice) to provide with a sign, mark, or seal
    1. to mark out for oneself

Inflection

Derived terms

  • ἀντῐσημαίνω (antisēmaínō)
  • ἀποσημαίνω (aposēmaínō)
  • δῐᾰσημαίνω (diasēmaínō)
  • ἐκσημαίνω (eksēmaínō)
  • ἐνσημαίνω (ensēmaínō)
  • ἐπῐσημαίνω (episēmaínō)
  • κᾰτᾰσημαίνομαι (katasēmaínomai)
  • πᾰρᾰσημαίνομαι (parasēmaínomai)
  • προσημαίνω (prosēmaínō)
  • προσσημαίνω (prossēmaínō)
  • σῠσσημαίνω (sussēmaínō)
  • ὑποσημαίνω (huposēmaínō)
  • σήμανσῐς (sḗmansis)
  • σημαντέος (sēmantéos)
  • σημαντήρ (sēmantḗr)
  • σημαντήρῐον (sēmantḗrion)
  • σημαντῐκός (sēmantikós)
  • σημαντός (sēmantós)
  • σημάντριον (sēmántrion)
  • σημαντρίς (sēmantrís)
  • σήμαντρον (sḗmantron)
  • σημάντωρ (sēmántōr)
  • σημᾰσίᾱ (sēmasíā)

Further reading

Greek

Etymology

Inherited from Ancient Greek σημαίνω (sēmaínō),[1] from σῆμα n (sêma, sign, mark).

Pronunciation

  • IPA(key): /siˈme.no/
  • Hyphenation: ση‧μαί‧νω

Verb

σημαίνω • (simaíno) (past σήμανα, passive σημαίνομαι, ppast σημάνθηκα, ppp σεσημασμένος)

  1. to mean, signify
    Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γυρνάμε στο «business as usual».
    Allá aftó den simaínei óti gyrnáme sto «business as usual».
    But this doesn't mean that we're going back to “business as usual”.
    Νερό σημαίνει υγεία: Μάθετε τα «μυστικά» του και πιείτε περισσότερο.
    Neró simaínei ygeía: Máthete ta «mystiká» tou kai pieíte perissótero.
    Water means health: Learn its “secrets” and drink more of it.
  2. to ring, sound
  3. (nautical) to signal
  4. (passive voice) to be marked

Conjugation

  • formal participles:
    • σημαίνων (simaínon), σημαίνουσα (simaínousa) & neuter σημαίνον (simaínon) also substantivised
    • σημαινόμενο (simainómeno) substantivised neuter
    • σεσημασμένος (sesimasménos)
  • επισημαίνω (episimaíno)
  • σημασία f (simasía, meaning)
  • and see: σήμα n (síma, sign, mark)

References

  1. σημαίνω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.