σημαντικός

Ancient Greek

Etymology

From σημαίνω (sēmaínō, to indicate) + -ικός (-ikós).

Pronunciation

 

Adjective

σημᾰντῐκός • (sēmantikós) m (feminine σημᾰντῐκή, neuter σημᾰντῐκόν); first/second declension

  1. significant, giving signs

Inflection

Derived terms

  • ἐπισημαντικός (episēmantikós)
  • κατασημαντικός (katasēmantikós)
  • παρασημαντικός (parasēmantikós)
  • προσημαντικός (prosēmantikós)
  • συσσημαντικός (sussēmantikós)

Descendants

  • French: sémantique
  • Greek: σημαντικός (simantikós)

Further reading

Greek

Etymology

Inherited from Ancient Greek σημαντικός (sēmantikós).

Pronunciation

  • IPA(key): /si.man.diˈkos/
  • Hyphenation: ση‧μα‧ντι‧κός

Adjective

σημαντικός • (simantikós) m (feminine σημαντική, neuter σημαντικό)

  1. important, significant, considerable, outstanding, notable
    Antonym: ασήμαντος (asímantos)
    Ο καλός ύπνος είναι σημαντικός για την απώλεια βάρους.
    O kalós ýpnos eínai simantikós gia tin apóleia várous.
    Good sleep is important for weight loss.

Declension

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.