σίδηρος

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

Unclear and debated:[1]

Pronunciation

 

Noun

σῐ́δηρος • (sídēros) m (genitive σῐδήρου); second declension

  1. iron
    • c. 90 AD, John of Patmos, Book of Revelation 18:12:
      γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου καὶ βυσσίνου καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, []
      gómon khrusoû kaì argúrou kaì líthou timíou kaì margarítou kaì bussínou kaì sērikoû kaì kokkínou, kaì pân xúlon thúïnon kaì pân skeûos elephántinon kaì pân skeûos ek xúlou timiōtátou kaì khalkoû kaì sidḗrou kaì marmárou, []
      The merchandise of gold, and silver, and precious stones, and of pearls, and fine linen, and purple, and silk, and scarlet, and all thyine wood, and all manner vessels of ivory, and all manner vessels of most precious wood, and of brass, and iron, and marble, []
  2. iron tool, iron implement
  3. sword
  4. sickle
  5. blacksmith's shop, smithy
  6. (figuratively) something hard, a stubborn force

Declension

Derived terms

  • ἀκροσίδηρος (akrosídēros, pointed or tipped with iron)
  • ἀσίδηρος (asídēros, not of iron)
  • αὐτοσίδηρος (autosídēros, of sheer iron)
  • βαρυσίδηρος (barusídēros, heavy with iron)
  • βραχυσίδηρος (brakhusídēros, (of a dart) with a short, small head)
  • εὐσίδηρος (eusídēros, well-ironed)
  • κατασιδηρόω (katasidēróō, to plate with iron)
  • μακροσίδηρος (makrosídēros)
  • ὁλοσίδηρος (holosídēros, all iron)
  • περισιδηρόομαι (perisidēróomai, to be cased with iron)
  • περισίδηρος (perisídēros, cased with iron)
  • σιδηραγωγός (sidēragōgós, attracting iron)
  • σιδηρεία (sidēreía, working in iron)
  • σιδηρεῖα (sidēreîa, iron-works, iron-mines)
  • σιδηρένδετος (sidēréndetos, iron-banded)
  • σιδηρεόεις (sidēreóeis)
  • σιδήρεος (sidḗreos, made of iron)
  • σιδηρεύς (sidēreús, worker in iron, smith)
  • σιδηρεύω (sidēreúō, to work in iron)
  • σιδηρήεις (sidērḗeis)
  • σιδηρίζω (sidērízō, to be like iron)
  • σιδήριον (sidḗrion, implement)
  • σιδηριουργός (sidēriourgós)
  • σιδηρίσκος (sidērískos)
  • σιδηρίτης (sidērítēs, of iron)
  • σιδηρῖτις (sidērîtis, ironwort)
  • σιδηροβασταγή (sidērobastagḗ, provision, supply of iron)
  • σιδηρόβαφος (sidēróbaphos, of ferruginous colour)
  • σιδηροβόλιον (sidērobólion, anchor)
  • σιδηροβόρος (sidērobóros, a file)
  • σιδηροβριθής (sidērobrithḗs, iron-loaded)
  • σιδηροβρώς (sidērobrṓs, iron-eating)
  • σιδηροδάκτυλος (sidērodáktulos, iron-fingered)
  • σιδηροδέσμος (sidērodésmos, with bonds of iron)
  • σιδηροδετέω (sidērodetéō, to bind in iron)
  • σιδηρόδετος (sidēródetos, iron-bound)
  • σιδηρόεις (sidēróeis)
  • σιδηροθήκη (sidērothḗkē, armoury)
  • σιδηροθώραξ (sidērothṓrax, with iron breastplate)
  • σιδηροκατάδικος (sidērokatádikos, condemned to the iron)
  • σιδηροκμής (sidērokmḗs, slain by iron)
  • σιδηροκόλεος (sidērokóleos, iron-sheathed)
  • σιδηροκόντρα (sidērokóntra, with barbed iron spears)
  • σιδηροκόπος (sidērokópos)
  • σιδηρόκωπος (sidērókōpos, armed with iron)
  • σιδηρομήτωρ (sidēromḗtōr, mother of iron)
  • σιδηρονόμος (sidēronómos, distributing with iron)
  • σιδηρόνωτος (sidērónōtos, iron-backed)
  • σιδηροπέδη (sidēropédē, iron fetter)
  • σιδηρόπλαστος (sidēróplastos, moulded of iron)
  • σιδηρόπληκτος (sidēróplēktos, smitten by iron)
  • σιδηρόπλοκος (sidēróplokos, plaited of iron)
  • σιδηροπλύτης (sidēroplútēs, one who washes iron)
  • σιδηροποίκιλος (sidēropoíkilos, a variegated stone)
  • σιδηρόπους (sidērópous, iron-footed)
  • σιδηρόπτερος (sidērópteros, iron-winged)
  • σιδηροπώλης (sidēropṓlēs, ironmonger)
  • σιδηρόσπαρτος (sidēróspartos, sown by iron)
  • σιδηροσφαγία (sidērosphagía, slaying with the sword)
  • σιδηροτέκτων (sidērotéktōn, worker in iron)
  • σιδηρότευκτος (sidēróteuktos, wrought of iron)
  • σιδηροτόκος (sidērotókos, producing iron)
  • σιδηροτομέω (sidērotoméō, to cut with iron)
  • σιδηρότροχος (sidērótrokhos, with iron wheels)
  • σιδηροτρύπανον (sidērotrúpanon, iron borer)
  • σιδηρότρωτος (sidērótrōtos, wounded with iron)
  • σιδηρουργεῖον (sidērourgeîon, iron-mine)
  • σιδηρουργία (sidērourgía, working in iron)
  • σιδηρουργός (sidērourgós, iron-worker, smith)
  • σιδηροῦς (sidēroûs)
  • σιδηροφάγος (sidērophágos, eating into iron)
  • σιδηροφορέω (sidērophoréō, to bear iron)
  • σιδηροφόρος (sidērophóros, producing iron)
  • σιδηρόφρων (sidēróphrōn, of iron heart)
  • σιδηροφυής (sidērophuḗs, of iron nature)
  • σιδηροχαλκεύς (sidērokhalkeús, smith)
  • σιδηρόχαλκος (sidērókhalkos, of iron and copper)
  • σιδηροχάρμης (sidērokhármēs, fighting)
  • σιδηροχίτων (sidērokhítōn, with iron tunic)
  • σιδηρόψυχος (sidērópsukhos, iron-hearted)
  • σιδηρόω (sidēróō, to overlay with iron)
  • σιδηρώδης (sidērṓdēs, of iron)
  • σιδήρωμα (sidḗrōma, iron fittings)
  • σιδηρωρυχεῖον (sidērōrukheîon, iron-mine)
  • σιδήρωσις (sidḗrōsis, iron-work)
  • σιδηρωτός (sidērōtós, iron-bound)
  • τμητοσίδηρος (tmētosídēros, cut down with iron)
  • ὑποσίδηρος (huposídēros, having a mixture or proportion of iron in it)
  • ὑποσιδηρόω (huposidēróō)
  • χειροσιδήριον (kheirosidḗrion, grapnel, grappling hook)

References

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) “σῐ́δηρος”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, page 1329

Greek

Alternative forms

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek σίδηρος (sídēros), whence also the vernacular forms Byzantine Greek σίδερον n (síderon) and σίδερο (sídero) (an etymological doublet). See σίδηρος (sídēros) for the ultimately disputed etymology.

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈsi.ði.ɾos/

Noun

σίδηρος • (sídiros) m (usually uncountable, plural σίδηροι)

  1. (chemistry) iron (chemical element)
  2. (formal) iron: Εποχή του Σιδήρου f (Epochí tou Sidírou, Iron Age)

Declension

Coordinate terms

  • Appendix:Greek names for chemical elements
  • see: σίδερο n (sídero, iron, everyday term)
  • διά πυρός και σιδήρου (diá pyrós kai sidírou, trial by fire, literally through fire and iron)
  • λευκοσίδηρος m (lefkosídiros, tin-plate)
  • σιδηρι- (sidiri-, ferrous (in chemistry))
  • σιδηρο- (sidiro-, ferric (in chemistry))
  • σιδηρικυανιούχος (sidirikyanioúchos, ferrocyanide, adjective)
  • σιδηροκυανιούχος (sidirokyanioúchos, ferricyanide, adjective)
  • σιδηροβιομηχανία f (sidiroviomichanía, iron industry)
  • σιδηροδέσμιος (sidirodésmios, constrained in chains, adjective)
  • σιδηροδημήτριο n (sidirodimítrio, ferrocerium)
  • σιδηροδοκός f (sidirodokós, iron beam)
  • σιδηρόδρομος m (sidiródromos, railway)
  • σιδηρόκραμα n (sidirókrama, ferroalloy)
  • σιδηρολοστός m (sidirolostós, iron crowbar)
  • σιδηρομαγγάνιο n (sidiromangánio, ferromanganese)
  • σιδηρονικέλιο n (sidironikélio, ferronickel)
  • σιδηροπαγής (sidiropagís, reinforced with iron bars, adjective)
  • σιδηροπενία f (sidiropenía, iron deficiency)
  • σιδηροπυρίτης n (sidiropyrítis, iron pyrite)
  • σιδηροπωλείο n (sidiropoleío, ironmongery)
  • σιδηροσωλήνας m (sidirosolínas, iron pipe)
  • σιδηροτροχιά f (sidirotrochiá, rails of a railroad)
  • σιδηρουργείο n (sidirourgeío, blacksmithery)
  • σιδηρουργία f (sidirourgía, ironworking)
  • σιδηρούχος (sidiroúchos, ferrous (in metallurgy), adjective)
  • σιδηροχρώμιο n (sidirochrómio, ferrochromium)
  • χυτοσίδηρος m (chytosídiros, cast iron)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.