σίδερο
Greek
Etymology
Inherited from Byzantine Greek σίδερον (síderon), from Ancient Greek σίδηρος (sídēros). Doublet of σίδηρος (sídiros).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈsi.ðe.ɾo/
- Hyphenation: σί‧δε‧ρο
Noun
σίδερο • (sídero) n (plural σίδερα)
- (metallurgy) iron (the metal)
- Synonym: σίδηρος (sídiros)
- iron, smoothing iron, flat iron
- Synonym: σίδερο σιδερώματος (sídero siderómatos)
- Το σίδερο είναι μια οικιακή συσκευή. ― To sídero eínai mia oikiakí syskeví. ― The iron is a domestic appliance.
- στη βράση κολλάει το σίδερο ― sti vrási kolláei to sídero ― to make hay while the sun shines
Declension
Related terms
- ασιδέρωτος (asidérotos, “not iron, not pressed”, adjective)
- σιδεράδικο m (siderádiko, “blacksmith's, ironmonger's”)
- σιδεράς m (siderás, “blacksmith, ironmonger”)
- σίδερο σιδερώματος n (sídero siderómatos, “flatiron”)
- σιδεροπώλης m (sideropólis, “ironmonger”)
- σιδέρωμα n (sidéroma, “ironing”)
- σιδερώνω (sideróno, “to iron, to press”)
- σιδερώστρα f (sideróstra, “ironing board”)
- and see: σιδηρόδρομος m (sidiródromos, “railway”)
Also see σίδηρος m (sídiros, “iron”) (formal)
Further reading
- Σίδηρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- σίδερο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.