πλεονεκτικότητα
Greek
Etymology
πλεονεκτικός (pleonektikós, “advantageous”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Declension
declension of πλεονεκτικότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | πλεονεκτικότητα • | πλεονεκτικότητες • |
genitive | πλεονεκτικότητας • | πλεονεκτικοτήτων • |
accusative | πλεονεκτικότητα • | πλεονεκτικότητες • |
vocative | πλεονεκτικότητα • | πλεονεκτικότητες • |
Related terms
- see: πλεονέκτημα n (pleonéktima, “profit, advantage”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.