πλεονεκτικός
Greek
Declension
Declension of πλεονεκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλεονεκτικός • | πλεονεκτική • | πλεονεκτικό • | πλεονεκτικοί • | πλεονεκτικές • | πλεονεκτικά • |
genitive | πλεονεκτικού • | πλεονεκτικής • | πλεονεκτικού • | πλεονεκτικών • | πλεονεκτικών • | πλεονεκτικών • |
accusative | πλεονεκτικό • | πλεονεκτική • | πλεονεκτικό • | πλεονεκτικούς • | πλεονεκτικές • | πλεονεκτικά • |
vocative | πλεονεκτικέ • | πλεονεκτική • | πλεονεκτικό • | πλεονεκτικοί • | πλεονεκτικές • | πλεονεκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλεονεκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλεονεκτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλεονεκτικότερος • | πλεονεκτικότερη • | πλεονεκτικότερο • | πλεονεκτικότεροι • | πλεονεκτικότερες • | πλεονεκτικότερα • |
genitive | πλεονεκτικότερου • | πλεονεκτικότερης • | πλεονεκτικότερου • | πλεονεκτικότερων • | πλεονεκτικότερων • | πλεονεκτικότερων • |
accusative | πλεονεκτικότερο • | πλεονεκτικότερη • | πλεονεκτικότερο • | πλεονεκτικότερους • | πλεονεκτικότερες • | πλεονεκτικότερα • |
vocative | πλεονεκτικότερε • | πλεονεκτικότερη • | πλεονεκτικότερο • | πλεονεκτικότεροι • | πλεονεκτικότερες • | πλεονεκτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πλεονεκτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλεονεκτικότατος • | πλεονεκτικότατη • | πλεονεκτικότατο • | πλεονεκτικότατοι • | πλεονεκτικότατες • | πλεονεκτικότατα • |
genitive | πλεονεκτικότατου • | πλεονεκτικότατης • | πλεονεκτικότατου • | πλεονεκτικότατων • | πλεονεκτικότατων • | πλεονεκτικότατων • |
accusative | πλεονεκτικότατο • | πλεονεκτικότατη • | πλεονεκτικότατο • | πλεονεκτικότατους • | πλεονεκτικότατες • | πλεονεκτικότατα • |
vocative | πλεονεκτικότατε • | πλεονεκτικότατη • | πλεονεκτικότατο • | πλεονεκτικότατοι • | πλεονεκτικότατες • | πλεονεκτικότατα • |
Related terms
- πλεονέκτημα (pleonéktima, “advantage”)
- πλεονεξία (pleonexía, “greed”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.