πλεονέκτημα
Greek
Etymology
From Ancient Greek πλεονεκτέω (pleonektéō) + -μα (-ma), from πλέον (pléon, “more”) + ἔχω (ékhō, “to have”).
Noun
πλεονέκτημα • (pleonéktima) n (plural πλεονεκτήματα)
Declension
declension of πλεονέκτημα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | πλεονέκτημα • | πλεονεκτήματα • |
genitive | πλεονεκτήματος • | πλεονεκτημάτων • |
accusative | πλεονέκτημα • | πλεονεκτήματα • |
vocative | πλεονέκτημα • | πλεονεκτήματα • |
Antonyms
- μειονέκτημα (meionéktima)
Related terms
- πλεονέκτης m (pleonéktis, “greedy person”)
- πλεονεκτικός (pleonektikós, “profitable, advantageous”)
- πλεονεκτικότητα f (pleonektikótita, “acquisitiveness”)
- πλεονεκτώ (pleonektó, “to have the advantage”)
Further reading
- πλεονέκτημα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.