πλήσσω

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From Proto-Hellenic *plā́ťťō, from Proto-Indo-European *pl(e)h₂kyeti, from *pleh₂k-, *pleh₂g- (to strike).

Cognate with πλᾱ́ζω (plā́zō, to strike) (with *-g-), Latin plangō, plēctō, plāga; Old Church Slavonic плакати (plakati), Dutch vloeken.

Pronunciation

 

Verb

πλήσσω • (plḗssō)

  1. to strike, smite
    1. (with accusative) to strike an object into motion
    2. to stamp
    3. to sting
  2. (figuratively, passive voice) to be stricken, defeated
    1. to be emotionally stricken
    2. (active voice, of wine) to overpower

Inflection

Derived terms

  • ἁλίπληκτος (halíplēktos)
  • ἀμφίπληκτος (amphíplēktos)
  • ἀνειδωλόπληκτος (aneidōlóplēktos)
  • ἀντῐπλήσσ (antiplḗss)
  • ἀξῑνόπληκτος (axīnóplēktos)
  • ἄπληκτος (áplēktos)
  • ἀποπλήσσω (apoplḗssō)
  • ἀπριγδόπληκτος (aprigdóplēktos)
  • ἀστερόπληκτος (asteróplēktos)
  • ἀστρᾰπόπληκτος (astrapóplēktos)
  • δορίπληκτος (doríplēktos)
  • δύσπληκτος (dúsplēktos)
  • δῐᾰπλήσσω (diaplḗssō)
  • ἐκπλήσσω (ekplḗssō)
  • ἐμπλήσσω (emplḗssō)
  • ἐπῐπλήσσω (epiplḗssō)
  • εὔπληκτος (eúplēktos)
  • ἡλόπληκτος (hēlóplēktos)
  • θεόπληκτος (theóplēktos)
  • θηριόπληκτος (thērióplēktos)
  • θᾰλασσόπληκτος (thalassóplēktos)
  • κᾰτᾰπλήσσω (kataplḗssō)
  • νοόπληκτος (noóplēktos)
  • ὀνειρόπληκτος (oneiróplēktos)
  • ὀξύπληκτος (oxúplēktos)
  • πάμπληκτος (pámplēktos)
  • πλήξιππος (plḗxippos)
  • προπλήσσω (proplḗssō)
  • προσπλήσσω (prosplḗssō)
  • πᾰρᾰπλήσσω (paraplḗssō)
  • σῐδηρόπληκτος (sidēróplēktos)
  • σῠμπλήσσομαι (sumplḗssomai)
  • ὑποπλήσσω (hupoplḗssō)
  • φρενόπληκτος (phrenóplēktos)
  • φᾰλαγγιόπληκτος (phalangióplēktos)
  • χαλκόπληκτος (khalkóplēktos)
  • χερόπληκτος (kheróplēktos)
  • πλήγᾰνον (plḗganon)
  • πληγάς (plēgás)
  • πληγή (plēgḗ)
  • πλῆγμᾰ (plêgma)
  • πληγμός (plēgmós)
  • πλήγνῡμῐ (plḗgnūmi)
  • πληγοειδής (plēgoeidḗs)
  • πληκτέον (plēktéon)
  • πληκτήρ (plēktḗr)
  • πλήκτης (plḗktēs)
  • πληκτίζομαι (plēktízomai)
  • πληκτῐκός (plēktikós)
  • πληκτισμός (plēktismós)
  • πληκτός (plēktós)
  • πλῆκτρον (plêktron)
  • πλῆξῐς (plêxis)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.