παραγγέλλω
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /pa.raŋ.ɡél.lɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /pa.raŋˈɡel.lo/
- (4th CE Koine) IPA(key): /pa.raɲˈɟel.lo/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /pa.raɲˈɟel.lo/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /pa.raɲˈɟe.lo/
Verb
πᾰρᾰγγέλλω • (parangéllō)
Related terms
- ἀντιπαραγγελία f (antiparangelía, “competition for a public office”)
- ἀντιπαραγγέλλω (antiparangéllō, “command in turn”)
- ἀπαράγγελτος (aparángeltos, “without formal declaration”)
- δυσπαράγγελτος (dusparángeltos, “hardly to be reduced to rule”)
- παραγγελεύς m (parangeleús, “informer, accuser”)
- παραγγελία f (parangelía, “command”)
- παράγγελμα n (parángelma, “message transmitted”)
- παραγγελματικός (parangelmatikós, “concerned with rules”)
- παράγγελσις f (parángelsis, “transmission of orders”)
- προπαραγγέλλω (proparangéllō, “announce beforehand”)
- προσπαραγγέλλω (prosparangéllō, “order besides”)
- συμπαραγγέλλω (sumparangéllō, “help in canvassing for an office”)
Further reading
- “παραγγέλλω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- “παραγγέλλω”, in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
Greek
Alternative forms
- παραγγέλνω (parangélno) (informal)
Etymology
From Ancient Greek πᾰρᾰγγέλλω. Morphologically, from παρα- (“through, near”) + αγγέλλω (“announce”).
Pronunciation
- IPA(key): /pa.raŋˈɟe.lo/
- Hyphenation: πα‧ραγ‧γέλ‧λω
Verb
παραγγέλλω • (parangéllo) (past παρήγγειλα/παράγγειλα, passive παραγγέλλομαι, p‑past παραγγέλθηκα, ppp παραγγελμένος)
Conjugation
παραγγέλλω παραγγέλλομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | παραγγέλλω | παραγγείλω | παραγγέλλομαι | παραγγελθώ |
2 sg | παραγγέλλεις | παραγγείλεις | παραγγέλλεσαι | παραγγελθείς |
3 sg | παραγγέλλει | παραγγείλει | παραγγέλλεται | παραγγελθεί |
1 pl | παραγγέλλουμε, [‑ομε] | παραγγείλουμε, [‑ομε] | παραγγελλόμαστε | παραγγελθούμε |
2 pl | παραγγέλλετε | παραγγείλετε | παραγγέλλεστε, παραγγελλόσαστε | παραγγελθείτε |
3 pl | παραγγέλλουν(ε) | παραγγείλουν(ε) | παραγγέλλονται | παραγγελθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | παρήγγελλα1, παράγγελλα | παρήγγειλα1, παράγγειλα | παραγγελλόμουν(α) | παραγγέλθηκα |
2 sg | παρήγγελλες, παράγγελλες | παρήγγειλες, παράγγειλες | παραγγελλόσουν(α) | παραγγέλθηκες |
3 sg | παρήγγελλε, παράγγελλε | παρήγγειλε, παράγγειλε | παραγγελλόταν(ε) | παραγγέλθηκε |
1 pl | παραγγέλλαμε | παραγγείλαμε | παραγγελλόμασταν, (‑όμαστε) | παραγγελθήκαμε |
2 pl | παραγγέλλατε | παραγγείλατε | παραγγελλόσασταν, (‑όσαστε) | παραγγελθήκατε |
3 pl | παρήγγελλαν, παραγγέλλαν(ε), παράγγελλαν | παρήγγειλαν, παραγγείλαν(ε), παράγγειλαν | παραγγέλλονταν, (παραγγελλόντουσαν) | παραγγέλθηκαν, παραγγελθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα παραγγέλλω ➤ | θα παραγγείλω ➤ | θα παραγγέλλομαι ➤ | θα παραγγελθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα παραγγέλλεις, … | θα παραγγείλεις, … | θα παραγγέλλεσαι, … | θα παραγγελθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … παραγγείλει έχω, έχεις, … παραγγελμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … παραγγελθεί είμαι, είσαι, … παραγγελμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … παραγγείλει είχα, είχες, … παραγγελμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … παραγγελθεί ήμουν, ήσουν, … παραγγελμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … παραγγείλει θα έχω, θα έχεις, … παραγγελμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … παραγγελθεί θα είμαι, θα είσαι, … παραγγελμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | παράγγελλε | παράγγειλε | — | — |
2 pl | παραγγέλλετε | παραγγείλετε, παραγγείλτε | παραγγέλλεστε | παραγγελθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | παραγγέλλοντας ➤ | παραγγελλόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας παραγγείλει ➤ | παραγγελμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | παραγγείλει | παραγγελθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The παρ-ή- forms (with internal augment) are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- απαράγγελτος (aparángeltos, “not ordered”)
- παραγγελία f (parangelía, “order, message”)
- παραγγελιοδότης m (parangeliodótis, “customer”)
- παραγγελιοδόχος m (parangeliodóchos, “agent, salesman”)
- παράγγλεμα n (paránglema, “oral command”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.