πήγνυμι

Ancient Greek

Alternative forms

  • πηγνύω (pēgnúō)
  • πήσσω (pḗssō)

Etymology

From Proto-Indo-European *peh₂ǵ-. Cognates include Latin pangō and Old English fōn (English fang).

Pronunciation

 

Verb

πήγνῡμῐ • (pḗgnūmi)

  1. to secure, stick in, fix on
    1. to fixate upon
  2. to fasten, put together, unite, build
  3. to make solid, stiffen, freeze, curdle
  4. (figuratively) to fix, establish, determine

Inflection

Derived terms

  • ἀγριοπηγός (agriopēgós)
  • ἀκροπᾰγής (akropagḗs)
  • ἀμφῐπήγνῠμαι (amphipḗgnumai)
  • ἀντῐπήγνῡμῐ (antipḗgnūmi)
  • ἀνᾰπήγνῡμῐ (anapḗgnūmi)
  • ἀποπήγνῡμῐ (apopḗgnūmi)
  • ἀπᾰγής (apagḗs)
  • ἀρτῐπᾰγής (artipagḗs)
  • αὐτοπᾰγής (autopagḗs)
  • βυρσοοπᾰγής (bursoopagḗs)
  • γλακτοπᾰγής (glaktopagḗs)
  • γομφοπᾰγής (gomphopagḗs)
  • γουνοπᾰγής (gounopagḗs)
  • γυιοπᾰγής (guiopagḗs)
  • γᾰλακτοπᾰγής (galaktopagḗs)
  • δορῠπᾰγής (dorupagḗs)
  • δροσοπᾰγής (drosopagḗs)
  • δρῠοπᾰγής (druopagḗs)
  • δῐᾰπήγνῡμῐ (diapḗgnūmi)
  • ἐκπήγνῡμῐ (ekpḗgnūmi)
  • ἐμπήγνῡμῐ (empḗgnūmi)
  • ἐπῐπήγνῡμῐ (epipḗgnūmi)
  • εὐπᾰγής (eupagḗs)
  • ζεσελαιοπᾰγής (zeselaiopagḗs)
  • ἡλοπᾰγής (hēlopagḗs)
  • ἡμιπᾰγής (hēmipagḗs)
  • θειοπᾰγής (theiopagḗs)
  • ἰχθῠπᾰγής (ikhthupagḗs)
  • κεδροπᾰγής (kedropagḗs)
  • κηροπᾰγής (kēropagḗs)
  • κρῡμοπᾰγής (krūmopagḗs)
  • κᾰτᾰπήγνῡμῐ (katapḗgnūmi)
  • μεσοπᾰγής (mesopagḗs)
  • μετριοπᾰγής (metriopagḗs)
  • μετᾰπήγνῡμῐ (metapḗgnūmi)
  • Ναύπακτος (Naúpaktos)
  • ναυπηγός (naupēgós)
  • νεοπᾰγής (neopagḗs)
  • ξῠλοπᾰγής (xulopagḗs)
  • ὀξῠπᾰγής (oxupagḗs)
  • ὀρθοπᾰγής (orthopagḗs)
  • περιπήγνῡμῐ (peripḗgnūmi)
  • ποντοπᾰγής (pontopagḗs)
  • προπήγνῡμῐ (propḗgnūmi)
  • προσπήγνῡμῐ (prospḗgnūmi)
  • πρωτοπᾰγής (prōtopagḗs)
  • πᾰλίμπηγᾰ (palímpēga)
  • πᾰρᾰπήγνῡμῐ (parapḗgnūmi)
  • ῥιζοπᾰγής (rhizopagḗs)
  • σαρκοπᾰγής (sarkopagḗs)
  • σησᾰμοτῡροπᾰγής (sēsamotūropagḗs)
  • σκηνοπᾰγής (skēnopagḗs)
  • στερεοπᾰγής (stereopagḗs)
  • σῠμπήγνῡμῐ (sumpḗgnūmi)
  • ὑγροπᾰγής (hugropagḗs)
  • ὑδροπᾰγής (hudropagḗs)
  • ὑπερπήγνῠμαι (huperpḗgnumai)
  • ὑποπήγνῡμῐ (hupopḗgnūmi)
  • χαλκοπᾰγής (khalkopagḗs)
  • χρῡσοπᾰγής (khrūsopagḗs)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.