ξεχωρίζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kse.xoˈɾi.zo/
- Hyphenation: ξε‧χω‧ρί‧ζω
Verb
ξεχωρίζω • (xechorízo) (past ξεχώρισα, passive ξεχωρίζομαι, p‑past ξεχωρίστηκα, ppp ξεχωρισμένος)
- (transitive) to divide, separate
- (transitive) to distinguish, tell the difference
- (intransitive) to stand out, stick out
Conjugation
ξεχωρίζω ξεχωρίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεχωρίζω | ξεχωρίσω | ξεχωρίζομαι | ξεχωριστώ |
2 sg | ξεχωρίζεις | ξεχωρίσεις | ξεχωρίζεσαι | ξεχωριστείς |
3 sg | ξεχωρίζει | ξεχωρίσει | ξεχωρίζεται | ξεχωριστεί |
1 pl | ξεχωρίζουμε, [‑ομε] | ξεχωρίσουμε, [‑ομε] | ξεχωριζόμαστε | ξεχωριστούμε |
2 pl | ξεχωρίζετε | ξεχωρίσετε | ξεχωρίζεστε, ξεχωριζόσαστε | ξεχωριστείτε |
3 pl | ξεχωρίζουν(ε) | ξεχωρίσουν(ε) | ξεχωρίζονται | ξεχωριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεχώριζα | ξεχώρισα | ξεχωριζόμουν(α) | ξεχωρίστηκα |
2 sg | ξεχώριζες | ξεχώρισες | ξεχωριζόσουν(α) | ξεχωρίστηκες |
3 sg | ξεχώριζε | ξεχώρισε | ξεχωριζόταν(ε) | ξεχωρίστηκε |
1 pl | ξεχωρίζαμε | ξεχωρίσαμε | ξεχωριζόμασταν, (‑όμαστε) | ξεχωριστήκαμε |
2 pl | ξεχωρίζατε | ξεχωρίσατε | ξεχωριζόσασταν, (‑όσαστε) | ξεχωριστήκατε |
3 pl | ξεχώριζαν, ξεχωρίζαν(ε) | ξεχώρισαν, ξεχωρίσαν(ε) | ξεχωρίζονταν, (ξεχωριζόντουσαν) | ξεχωρίστηκαν, ξεχωριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεχωρίζω ➤ | θα ξεχωρίσω ➤ | θα ξεχωρίζομαι ➤ | θα ξεχωριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεχωρίζεις, … | θα ξεχωρίσεις, … | θα ξεχωρίζεσαι, … | θα ξεχωριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεχωρίσει έχω, έχεις, … ξεχωρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεχωριστεί είμαι, είσαι, … ξεχωρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεχωρίσει είχα, είχες, … ξεχωρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεχωριστεί ήμουν, ήσουν, … ξεχωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεχωρίσει θα έχω, θα έχεις, … ξεχωρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεχωριστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεχωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεχώριζε | ξεχώρισε | — | ξεχωρίσου |
2 pl | ξεχωρίζετε | ξεχωρίστε | ξεχωρίζεστε | ξεχωριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεχωρίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεχωρίσει ➤ | ξεχωρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεχωρίσει | ξεχωριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ξεχωριστός (xechoristós, “special, noteworthy”)
- ξέχωρος (xéchoros, “who is aside”)
- χωρίζω (chorízo, “divide, separate”)
Further reading
- ξεχωρίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.